Εδώ Εξώπολις, δε λέω παραμεθόριος, έχει ένταση αυτή η λέξη, που την παίρνει στα χέρια της η ιστορία (αυτή των πανηγυρικών) και τη γυαλίζει με το γράσσο των νεοσυλλέκτων να φέγγει στις παρελάσεις. Η Εξώπολις του Γιώργου Παναγιωτίδη δεν είναι ούτε εδώ ούτε εκεί και ούτε έχει να κάνει με ό,τι λέμε ουτοπία, αυτή τη χαρίζει στον ποιητή ο ναρκισσισμός του για να κρύβει τον απαγορευμένο καρπό του. Η Εξώπολις του Γιώργου Παναγιωτίδη είναι πέρα από το έχειν και το είναι ή κάπου ανάμεσα, σε ένα χάσμα, από όπου διέρχεται ο ποιητής από συνήθεια. Όπως ας πούμε λήγει η διαταγή να δίνεις το παρόν στο Σταθμό Χωροφυλακής ενός ανώνυμου χωριού κι εσύ εξακολουθείς να περνάς ως το τέλος. Tο να δίνεις κάπου το παρόν είναι εύνοια. Η Εξώπολις του Γιώργου Παναγιωτίδη έχει και δεν έχει όντα, μισά στην ύλη τους και μισά στη λέξη. Tο να μη λες το όνομά σου είναι χαμένο προνόμιο. Θα έλεγα πως όλα (ποια όλα;) είναι κάτω από ένα γυάλινο κώδωνα από όπου αφαιρέσαμε τον αέρα ή ξοδεύεται αργά από τα έμβια που κλείσαμε μέσα για το πείραμα φυσικής πειραματικής κι όλα αυτά σε ένα μαυροπίνακα μονοθεσίου δημοτικού σχολείου στην Εξώπολι.
Στο μεταξύ ο Γιώργος Παναγιωτίδης αποφάσισε να βγει από τον ενικό και να προ(σ)χωρήσει στον πληθυντικό. έναν πληθυντικό όμως απατηλό, γιατί αποτελείται από αντίγραφα και επαναλήψεις. Στην πραγματικότητα δηλαδή επαναλήψεις που αναιρούν την ίδια την παρουσία του όντος, αντί να την επιτείνουν. Έτσι υπονομεύεται το πλήθος και έχουμε αναγωγή των πάντων στη μονάδα της ερημότητάς τους.
(Κείμενο στο οπισθόφυλλο του βιβλίου "Τα δύο όλα", εκδόσεις Μανδραγόρας, 1995)
(Κείμενο στο οπισθόφυλλο του βιβλίου "Τα δύο όλα", εκδόσεις Μανδραγόρας, 1995)
Το ιδιόχειρο σημείωμα του Θανάση Τζούλη |