Περιοδικό "Διαβάζω", Ιούνιος 2008
ΞΑΦΝΙΑΖΕΙ στις μέρες μας η επαφή μ’ ένα μυθιστόρημα σαν του 43χρονου Γιώργου Παναγιωτίδη – πρώτο του πεζογράφημα έπειτα από τρεις ποιητικές συλλογές. Δεν είναι τόσο η γλώσσα, ασυνήθιστα «κατσαρή», με μεγάλες συχνά προτάσεις, πολλές παρομοιώσεις και παράτολμες στη σύλληψή τους εικόνες, που δημιουργεί ένα αίσθημα ανοικειότητας· είναι ο διαρκής μετεωρισμός ανάμεσα σε δύο κόσμους –του Πάνω και του Κάτω, του ύπνου και της εγρήγορσης, της φαντασίας και της πραγματικότητας–, το αίσθημα ότι τα πρόσωπα που τους κατοικούν δεν θα βρουν ποτέ ησυχία.
Ο ΑΦΗΓΗΤΗΣ ξυπνά μέσα σ’ ένα τρένο, βασανισμένος από μαύρο όνειρο. Απέναντί του βρίσκεται μια γυναίκα, στα πόδια της ένα βιβλίο. Με τα μάτια του μυαλού του μπορεί και διαβάζει στις σελίδες του, κι αυτό που διαβάζει είναι τα όσα συμβαίνουν στο βιβλίο μας σελίδα τη σελίδα.
ΕΚΕΙΝΗ –Ερημιά, την ονομάζει ο αφηγητής, μια και του φάνηκε «σαν απομεινάρι από λεηλασίες»–, έχει χάσει γονείς και αδελφό από μικρή, ζώντας μια ζωή παντελώς στερημένη. Έχει σήμερα πάρει στο κατόπι τον ένα και μοναδικό έρωτα της ζωής της, τον Ιωάννη, τον οποίο γνώρισε σ’ ένα παλαιοβιβλιοπωλείο, κι έχει ξυπνήσει μέσα της την όρεξη για ζωή.
ΕΚΕΙΝΟΣ –Αληθινό, τον ονομάζει ο αφηγητής, «χωρίς να ξέρω γιατί», ομολογεί–, μοναχογιός πόρνης, είναι παγιδευμένος στη μορφή της γυναίκας που τον έφερε στον κόσμο, τον οποίο εκείνη αφήσει προ πολλού. Έχει φύγει σήμερα σε ταξίδι αναζήτησης τριών «Αγίων», από αυτούς που δεν αναγνωρίζει επισήμως η εκκλησία, μα που τραβούν τους πιστούς όπως το φως τα ζουζούνια.
Ο ΑΦΗΓΗΤΗΣ –για τον οποίο σύντομα διαπιστώνουμε, όχι δίχως έκπληξη, ότι φέρει το ιερατικό σχήμα– ακολουθεί τη γυναίκα, με πρόσχημα ότι λειτουργεί ως εντεταλμένος της εκκλησίας σε αναζήτηση ψευδοπροφητών και αιρετικών. Κινείται κοντά της, η πορεία τους είναι παράλληλη, αλλά μέχρι τις τελευταίες σελίδες δεν ανταλλάσσουν κουβέντα, λες και η γυναίκα είτε τον αγνοεί εντελώς είτε δεν τον βλέπει καθόλου.
ΣΤΟ ΤΑΞΙΔΙ τους, από το ένα χωριό στο άλλο, τον κατατρέχει η μορφή ενός μονόφθαλμου γέροντα, ρακένδυτου και αλκοολικού, που σε διάφορες στιγμές του απευθύνεται, λύνοντάς του απορίες και βάζοντάς τον σε διλήμματα. Επίσης, πότε στη φαντασία του και πότε στην αφηγηματική πραγματικότητα –στη δική του πραγματικότητα δηλαδή, αφού η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη– έρχεται σε επαφή με διάφορα πλάσματα, τα οποία τον γοητεύουν και τον προκαλούν. Το τέλος, ευρηματικό, χαρίζει διαφορετική προοπτική στην όλη ιστορία, η οποία αποκτά μια κυκλικότητα που τη δικαιώνει.
«ΣΚΟΤΑΔΙ αδιαπέραστο χωρίς εικόνες και δίχως ήχους, ζεστό σκοτάδι σκέπασμα σαν βλέφαρα Θεού ερμητικά κλεισμένα και σιγή σπάργανο ψυχής σαν ήσυχος βυθός αβύσσου.» Η φράση αυτή, με τα δύο εμβληματικά «σαν» στην στροφή της κάθε πρότασης, τον «Θεό» με κεφαλαίο, αδιαπέραστη, φορτωμένη και συνάμα μεστή, δίνει μια εικόνα της ιδιότυπης γραφής του Παναγιωτίδη. Το κείμενο βρίθει χωρίων από την Αγία Γραφή, τις επιστολές του Παύλου ή πατερικά κείμενα, που εντείνουν τον αποκαλυπτικό τόνο. Ανάμεσα σε όνειρο και εφιάλτη, με εικόνες και αισθήσεις που αποτυπώνονται, μετουσιώνει την ιδιάζουσα αγωνία ανθρώπων χωρίς ελπίδα που έχουν παγιδευτεί –οι ορμές τους, οι επιθυμίες τους, η λαχτάρα τους για ζωή– στο θανατολάγνο και εξώκοσμο χριστιανικό κοσμοείδωλο. Προς ανακάλυψη.
(Δημοσιεύτηκε στο ΔΙΑΒΑΖΩ του Ιουνίου, του 2008, στη στήλη "Κόντρα διάβασμα". Όταν γράφτηκε το κριτικό κείμενο ο Παναγιωτίδης δεν είχε ακόμη βραβευτεί με το βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ)
(Δημοσιεύτηκε στο ΔΙΑΒΑΖΩ του Ιουνίου, του 2008, στη στήλη "Κόντρα διάβασμα". Όταν γράφτηκε το κριτικό κείμενο ο Παναγιωτίδης δεν είχε ακόμη βραβευτεί με το βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ)
Κώστας Κατσουλάρης