Ερώτων και σοράτων
(παρουσίαση στο βιβλιοπωλείο "Παπασωτηρίου" στην Αλεξανδρούπολη)
Πρώτα απ' όλα θέλω να καταθέσω την ιδιαίτερη συγκίνησή µου για την αποψινή εκδήλωση. Όχι µόνο γιατί εδώ, στο στέκι πλέον του «Παπασωτηρίου», δείχνουµε αυξημένο ενδιαφέρον για τους δημιουργούς της πόλης µας και πιστεύουμε ιδιαίτερα στη σταδιακή διαμόρφωση μιας τοπικής αλλά όχι επαρχιακής λογοτεχνίας στην Αλεξανδρούπολη. Η συγκίνησή µου έχει κι άλλα, πιο προσωπικά και βαθύτερα αίτια. Όταν ο φίλος µου Γιώργος Παναγιωτίδης το 1985 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή στην Αθήνα µε τίτλο Ρύνια από τις τότε εκδόσεις Σείριος, εγώ, μαθητής λυκείου ακόμη, έγραψα για αυτή τη συλλογή το πρώτο µου κριτικό σηµείωµα στην τοπική εφημερίδα «Πανθρακική». Σήμερα, μετά από 23 συναπτά έτη μιλώ πάλι για τον ίδιο φίλο µου, ο οποίος έχει πια στις αποσκευές του το τιμητικό βραβείο μυθιστορήματος του περιοδικού «Διαβάζω» για το 2008.
Θέλω να πω µε άλλα λόγια ότι η ενασχόληση µας µε τα περί της λογοτεχνίας, από διαφορετικούς βέβαια δρόμους, συνέπεσε χρονικά και ότι κατά κάποιο τρόπο μαθητεύσαµε μαζί στο ίδιο σχολείο του μεγάλου ποιητή Θανάση Τζούλη. Στο ίδιο εργαστήριο μαθήτευσε κι ο οµιλητής στην αποψινή εκδήλωση, ποιητής και φιλόλογος Παναγιώτης Βούζης, το ποιητικό βιβλίο του οποίου παρουσιάσαµε εδώ πέρυσι τέτοιον καιρό. Στο ίδιο εργαστήριο μαθήτευσαν και άλλοι πολλοί όπως ο μοναχός πλέον Χριστόδουλος Διαµαντούδης, και είναι κρίμα που η υγεία του δασκάλου µας Θανάση Τζούλη δεν του επιτρέπει αυτή τη στιγμή να είναι μαζί µας. Νομίζω πως θα χαιρόταν πολύ που θα έβλεπε ότι οι κόποι του δεν πήγαν χαμένοι και ότι επιτέλους αυτή η πόλη αποκτά σιγά σιγά τη δική της λογοτεχνική παρέα µε το δικό της διακριτό στίγμα στον λογοτεχνικό χάρτη.
Ο ποιητής και νεοεμφανιζόμενος πεζογράφος Γιώργος Παναγιωτίδης, γεννήθηκε στην Αλεξανδρούπολη το 1965. Σπούδασε παιδαγωγικά στην Αλεξανδρούπολη και στην Αθήνα όπου ζει και εργάζεται. Για µία δεκαετία, από το 1995 έως το 2005 υπήρξε µέλος της συντακτικής ομάδας του λογοτεχνικού περιοδικού «Μανδραγόρας» που αγκάλιασε στο σύνολό της σχεδόν την ομάδα Τζούλη. Στο ίδιο περιοδικό δημοσίευσε παράλληλα κριτική ποίησης. Εξέδωσε από τις εκδόσεις του «Μανδραγόρα» τις ποιητικές συλλογές «Τα δύο όλα» το 1996, «Δι' οδών» το 2002 και επανέκδωσε τη «Ρύνια», ένα ποίημα σε 12 μέρη, το οποίο υπήρξε και η πρώτη του εκδοτική απόπειρα το 1985, όπως ήδη σημείωσα. Είναι τακτικός εισηγητής στο Συμπόσιο Ποίησης του Πανεπιστημίου Πατρών και επί σειρά ετών παρουσιάσει νέους ποιητές.
Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, όπως τα περιοδικά «Πόρφυρας», «Εξώπολις», «Συμπόσιο», «Μανδραγόρας», «Δέλεαρ». Η ποίηση του Παναγιωτίδη ανθολογήθηκε το 2000 στα Ποιητικά τετράδια φθινοπώρου, µια ανθολογία της σύγχρονης ελληνικής ποίησης από τις εκδόσεις του περιοδικού «Μανδραγόρας» και το 2002 συμπεριλήφθηκε στον τόμο -Η γεωμετρία μιας αθέατης γενιάς, Ανθολογία της γενιάς του '90, πάλι από τον «Μανδραγόρα». Στην ίδια ανθολογία της γενιάς του '90 συμμετέχουν επίσης και οι Αλεξανδρουπολίτες Παναγιώτης Βούζης και Χάρης Τζούλης. Η ανθολόγηση της γενιάς του '90 έθεσε ως εναρκτήριο όριο γέννησης των ποιητών το 1965 ενώ ο Ηλίας Κεφάλας, που ασχολήθηκε συστηματικά µε την προηγούμενη γενιά του '80, έθεσε ως καταληκτικό όριο γέννησης των ποιητών εκείνης της γενιάς το 1967. Η διαφορά στα χρονικά όρια, πέρα από κάθε φιλολογικό σχολαστικισμό, δηλώνει ότι όντως η περίπτωση του Παναγιωτίδη είναι μεταιχµιακή, η ποίησή του κινείται στο ενδιάμεσο δύο ποιητικών νοοτροπιών και δύο ποιητικών ρευμάτων. Αυτή η πιο έντονη σχέση του Παναγιωτίδη, πιο διακριτή δηλαδή σε ό,τι αφορά άλλες φωνές του '90, µε τη λογοτεχνική ατμόσφαιρα των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης είναι ορατή και στο μυθιστόρημά του.
Σε γενικές γραμμές μέχρι να εκδώσει το μυθιστόρημα Ερώτων Και Αοράτων και ώσπου να λάβει το φετινό βραβείο του «Διαβάζω» - και μάλιστα µε συνυποψήφιους πολύ γνωστά ονόματα της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας όπως τους Νένη Ευθυμιάδη, Βασίλη Αλεξάκη, Τάκη Θεοδωρόπουλο, Ανδρέα Μήτσου - θα έλεγα ότι η κριτική χωρίς να τον αγνοεί δεν τον πρόσεξε ικανοποιητικά. Οπωσδήποτε αυτή η κατάσταση οφείλεται και στο γεγονός ότι στις μέρες µας η σύγχρονη ποίηση ελάχιστα ενδιαφέρει το ευρύ αναγνωστικό κοινό και δυστυχώς εξίσου ελάχιστα απασχολεί και τον δημοσιογραφικό ή ακαδημαϊκό κριτικό λόγο.
Πρέπει να τονίσω ότι η ποιητική γραφή του Παναγιωτίδη πάντοτε έρεπε προς τον πεζό λόγο ως µορφική επιλογή. Με εξαίρεση την πρώτη έκδοση της «Ρύνιας». που περιλαµβάνει αρκετά στιχοποιημένα ποιήματα. στις υπόλοιπες συλλογές του κυριαρχεί χωρίς εξαίρεση η πεζή φόρμα. Ακόμη και στην δεύτερη έκδοση της «Ρύνιας» το 2002, που δεν είναι ακριβώς επανέκδοση αλλά δεύτερη επεξεργασία, ποιήματα που αρχικά ήταν στιχοποιημένα αποδίδονται πλέον σε πεζό λόγο. Με αυτήν την παρατήρηση θέλω να πω ότι ο Παναγιωτίδης ήταν εξοικειωμένος µε την πεζογραφία, τουλάχιστον αναφορικά µε το εξωτερικό της περίβλημα. Και επιμένω µόνο στα εξωτερικά στοιχεία, διότι το κατά συνθήκη νέο του μυθιστόρημα από την άποψη του ύφους, της χαλαρής πλοκής, τoυρυθμού και της γλωσσικής σύνταξης αποκλίνει αρκετά από τα συνηθισμένα μυθιστορήματα της εποχής µας και εντάσσεται στον χώρο του ποιητικού μυθιστορήματος, σ' έναν χώρο όπου στη μεταπολεμική λογοτεχνία αναδείχτηκαν μεγέθη όπως αυτά του Γιώργου Χειµωνά και του Ναπολέοντα Λαζάνη. Μάλιστα παρά το γεγονός ότι σε διάφορες συνεντεύξεις του ο Παναγιωτίδης αναγνωρίζει τις οφειλές του στο Χειµωνά, κατά τη γνώμη µου η ποιητική ένταση της έκφρασής του είναι πιο συγγενική µε τον Λαζάνη. Για του λόγου το αληθές, για την ποιητική δύναμη της γλώσσας του μυθιστορήματος αντιγράφω τυχαία δυο - τρεις φράσεις: «Εμπρός το τρένο έμπαινε σ' έναν κόσμο σκοτεινό µε δέντρα που τ' άκουγες να πυκνώνουν» ή αλλού «Μου φάνηκε σαν απομεινάρι από λεηλασίες και την ονόμασα γι' αυτό Ερημιά». Εδώ, θα ήθελα να συμπληρώσω ότι οι αναπάντεχες λεπτομέρειες της περιγραφής µας γυρίζουν όχι σπάνια - κι ευτυχώς στο ύφος κορυφαίων παραμυθάδων της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας του 190υ αιώνα.
Ήδη από τον τίτλο του μυθιστορήματος, Ερώτων και Αοράτων, παράφραση από το σύμβολο της πίστεως «ορατών τε πάντων και αοράτων» και µε χαρακτηριστική παρήχηση του Ρ και του Τ (του Έρωτα δηλαδή), ο συγγραφέας ορίζει τη θεματική του περιοχή που είναι ο ιερός πόθος του έρωτα και ο σκιώδης κόσμος των φασμάτων και του ονείρου. Ή αλλιώς ο έρωτας στην πιο μεταφυσική του διάσταση. Πάντως, ο τίτλος επίσης προσημαίνει και τα βασικά δομικά υλικά του συγγραφέα: το παιγνιώδες της ποίησης και το διακείμενο των θρησκευτικών βιβλίων, ή διαφορετικά η αλληλεπίδραση µε την ορθόδοξη προφορική και κειμενική παράδοση.
Η επιστροφή στο υπερφυσικό και το εξωλογικό στοιχείο είναι µια πολύ ενδιαφέρουσα και κεντρική πτυχή του βιβλίου, που συνδέεται µε διάφορες κοινωνιολογικές και λογοτεχνικές παραμέτρους. Ο Charles Stewart, σε µία εξαιρετικά σημαντική ανθρωπολογική μελέτη για τη θέση του υπερφυσικού στη σύγχρονη Ελλάδα, διαπίστωσε το εξής παράδοξο: ενώ ο αγροτικός κόσμος εγκατέλειψε τις παραδοσιακές δοξασίες για το υπερφυσικό στοιχείο, αντίθετα ο αστικός κόσμος επιδεικνύει έντονο ενδιαφέρον για τα υπερφυσικά ζητήματα και φαινόμενα. Έτσι οι άνθρωποι στις πόλεις, µε μόρφωση στατιστικά ανώτερη από εκείνων του χωριού, είναι πιο δεκτικοί απέναντί στην έξω-υλική εμπειρία απ' ότι οι κάτοικοι της υπαίθρου, που την αποστρέφονται ως ένδειξη καθυστέρησης. Στο πλαίσιο αυτής της τάσης λογοτέχνες µε ανθρωπιστική παιδεία αξιοποιούν το ονειρικό και υπερφυσικό στοιχείο στα κείμενά τους (π.χ. θρύλους και παραδόσεις για στοιχειά, δαιμονικά πλάσματα, νεράιδες, θαύματα κλπ) και το διασώζουν ως παράγοντα της συλλογικής µας ταυτότητας.
Η τάση αυτή σταδιακά διαμορφώνει όμως µια ελληνική εκδοχή του μαγικού ρεαλισμού. Θυμίζω τον ορισμό που έδωσε ο Αbrams για τον μαγικό ρεαλισμό: «ο όρος µαγικός ρεαλισµός αποδόθηκε για πρώτη φορά το 1920 σε µια σχολή ζωγραφικής και χρησιμοποιείται για τη λογοτεχνία του Μπόρχες στην Αργεντινή, καθώς και για το έργο συγγραφέων όπως ο Μαρκές στην Κολομβία, η Ιζαμπέλ Αλιέντε στη Χιλή, ο Γρας στη Γερμανία και ο Italo Calvino στην Ιταλία. Οι συγγραφείς αυτοί διαπλέκουν, σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο σχήμα, ένα λεπτοδουλεμένο ρεαλισμό σε ό,τι αφορά την αναπαράσταση συνηθισμένων γεγονότων και την ενδελεχή περιγραφή μαζί µε φανταστικά και ονειρικά στοιχεία, Καθώς και θέματα από τους μύθους και τα παραμύθια.». Η Γεωργία Λαδογιάννη έχει γράψει, απ' όσο γνωρίζω, την πιο αξιόπιστη εισαγωγή στον ελληνικό μαγικό ρεαλισμό. Σ' αυτό το άρθρο της, αναλύοντας κείμενα των Γρηγοριάδη, Κεφάλα, Κυπαρίσση και Αρ. Νικολαΐδη, συμπεραίνει ότι πρότυπο στον ελληνικό μαγικό ρεαλισμό είναι ο άνθρωπος στην οντολογική του διάσταση και ότι αποτελεί ένα μετά-υπερρεαλιστικό ρεύμα µε βαθιά γνώση της πολιτισμικής αξίας που έχουν οι συλλογικές φαντασιώσεις.
Όλα τα παραπάνω ισχύουν απόλυτα στο μυθιστόρημα Ερώτων Και Αοράτων του Παναγιωτίδη, σε τέτοιο βαθμό που θα μπορούσαμε δίχως υπερβολή να ισχυριστούμε ότι είναι ένα από τα καλύτερα δείγματα του ελληνικού μαγικού ρεαλισμού. Κατά την άποψή µου αυτό και µόνο δικαιολογεί τη βράβευσή του από το «Διαβάζω», την απήχησή του σε κριτικούς και έντυπα αναγνωρισμένης αξίας - όπως η Ελισάβετ Κοτζιά της «Καθημερινής», αλλά και την μεγάλη συζήτηση που διεξάγεται στο διαδίκτυο αυτήν την ώρα για το βιβλίο από ανώνυμους και επώνυμους μπλόκερς.
Πράγματι στο υπόστρωμα του μυθιστορήματος συνυπάρχουν αρμονικά ορθόδοξες δοξασίες, πατερικά κείμενα, συναξάρια αγίων, αρχαίοι μύθοι, λαϊκοί θρύλοι, λαϊκές αφηγήσεις για φαντάσματα και στοιχειωμένους τόπους, μαγικά παραμύθια. Κι όλα αυτά δένονται γύρω από µία πραγματική ιστορία, δηλαδή µια ιστορία που λογικά θα μπορούσε να συμβεί. Ο Ιωάννης που δουλεύει σε παλαιοπωλείο αναζητεί µέσω ενός βιβλίου τρεις σύγχρονους αγίους για να σώσει την ψυχή του, τον ακολουθεί µια γυναίκα που δεν γεύτηκε την ηδονή, η Ερημιά, επιδιώκοντας τον μεγάλο Έρωτα. Αυτή την αμφίσημη καταδίωξη εποπτεύει ένας ιερωμένος, ένα είδος ιεροεξεταστή που θέλει να αποδείξει ότι οι τρεις άγιοι δεν υπάρχουν και απλώς ο πιστός λαός εσκεμμένα ή µη πλανάται και σκανδαλίζεται. Αυτός είναι ο λογικός, ο ρεαλιστικός πυρήνας. Τα πάντα όμως γύρω από αυτόν είναι ρευστά και το όνειρο ή ο εφιάλτης διασπά γοητευτικά κάθε στιγμή την πλοκή. Σε κάθε σελίδα παραμονεύει η εξωλογική ανατροπή. Το βιβλίο που παρακινεί τον Ιωάννη σε φυγή γράφεται κατά την εξέλιξη της αφήγησης από τον ίδιο τον αφηγητή - επίτροπο της εκκλησίας, εμφανίζεται και εξαφανίζεται ένας μονόφθαλμος γέρος που προειδοποιεί ή φέρνει σε σύγχυση τον αφηγητή, οι τόποι αναπάντεχο. μεταπλάθονται σαν να είναι φτιαγμένοι από ονειρικά υλικά, ο χρόνος είναι άχρονος, η ζωή συγχέεται µε τον θάνατο, όπως και ο αφηγητή ς µε τον Ιωάννη. Και πάλι στο ρεαλιστικό πυρήνα των γεγονότων κρύβεται ένας φόνος και ακραίες σεξουαλικές εμμονές, κατάλληλες για ψυχαναλυτική θεώρηση. Αυτό όμως είναι το παιχνίδι της λογοτεχνίας. Κι ο Παναγιωτίδης αποδεικνύεται εξαιρετικός παίχτης. Με αξιοθαύμαστη μαεστρία πήρε πολύτιμα υλικά από τις σκοτεινές αφηγήσεις των παππούδων και των γιαγιάδων µας και κατάφερε να μιλήσει µε αφοπλιστική μαγεία για το σκοτάδι και το φως της ανθρώπινης ψυχής.
Εδώ σταματώ τα δικά µου σχόλια για τον Παναγιωτίδη και το βιβλίο του, που κυρίως στάθηκαν στο πέρασμά του από την ποίηση στην πεζογραφία και στην ειδολογική ένταξη του μυθιστορήματός του, και παραχωρώ τον λόγο στους άλλους ομιλητές.