Ο Θανάσης Κωσταβάρας γεννήθηκε στην Ανακασιά του Βόλου το 1927 όπου πέρασε τα παιδικά και μαθητικά χρόνια. Αποφοίτησε από την Οδοντιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1954 και εργάστηκε ως οδοντίατρος. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής εντάχθηκε στην Εθνική Αντίσταση. Για την αγωνιστική του δράση, την οποία συνέχισε και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου διώχτηκε και φυλακίστηκε. Στο χώρο της λογοτεχνίας παρουσιάστηκε το 1956 με την έκδοση της ποιητικής συλλογής Αναζήτηση. Ασχολήθηκε επίσης με την πεζογραφία και το θέατρο. Έργα του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, πολωνικά και γερμανικά.
Ο Θανάσης Κωσταβάρας, από την εποχή που εξέδωσε την πρώτη του συλλογή έως σήμερα, παράγει αδιάλειπτα ποιητικό έργο για μισό αιώνα, το οποίο και παραμένει σταθερά ανθρωποκεντρικά προσδιορισμένο με έναν επίσης σταθερά αφηγηματικό αλλά καθόλου συμβατικό ρυθμό ο οποίος και πάλι έχει ως στόχο τον άνθρωπο, αφού είναι πρόδηλη σε μιαν τέτοιαν συνειδητή επιλογή ύφους η δεσπόζουσα σημασία της επικοινωνίας με το κοινό. Η ποίηση γι’ αυτόν, αποδείχθηκε, σε όλη την έως τώρα πορεία του, ευεργετική γιατί μ’ αυτήν μετέφρασε από νωρίς, από τις δύσκολες εποχές της νεότητάς του, την ανθρωπιά σε λόγο. Μα κι ανάστροφα η ζωή του ευεργέτησε και συνεχίζει να ευεργετεί την ποίησή του. Γιατί φυλάει σ’ αυτήν από τις μνήμες του έως σήμερα και συχνά τις ανακαλεί στα ποιήματά του, ακόμα κι όταν μετά το 1970 βρίσκει κι άλλη μια ποιητική φωνή, περισσότερο λυρική, αυτήν του έρωτα και της αγάπης χάρη στη σύντροφό του Αγγελική και στο γιό του Κωνσταντίνο.
Ο Θανάσης Κωσταβάρας πέρασε δεκαπεντάχρονο παιδί από τις τάξεις του ΕΛΑΣ, τραυματίστηκε σε μάχη με τους Γερμανούς έξω από το Βόλο το ’44, γράφεται το ’46 στην οδοντιατρική σχολή Αθηνών, φυλακίζεται το ’48 στις φυλακές Βούρλων και μετά εξορίζεται στη Μακρόνησο όπου πέρασε συνολικά τέσσερα χρόνια της ζωής του ως πολιτικός κρατούμενος και στη συνέχεια ως στρατιώτης. Όντας εξόριστος στη Μακρόνησο συναισθάνεται την ποιητικότητα των απλών ανθρώπων και οδηγείται μέσα από τη δική τους ανόθευτη σχέση με την ποίηση στον τρόπο της γνήσιας, αυθεντικής κι αυθόρμητης έκφρασης. Η γνησιότητα αυτή για το Θανάση Κωσταβάρα όταν εντέλει πραγματώνεται τότε μπορεί και να εκφράσει μέσω της ατομικής, τη συλλογική συνείδηση. Έτσι εννόησε και επιμένει να εννοεί την τέχνη του πιστεύοντας πως η καλύτερη στιγμή του ποιήματος είναι η ταύτιση του ατομικού με το συλλογικό βίωμα.
Πολύς χρόνος και πολύς χώρος υπάρχει πλέον ανάμεσα στο παρόν του Θανάση Κωσταβάρα και στην εποχή που εξ αφορμής της συλλογής του «Γυρισμός» καθώς και της «Μαθητείας» του Τίτου Πατρίκιου, του συν – χρεώθηκε από τον κριτικό Βύρωνα Λεοντάρη ο όρος «ποίηση της ήττας» θέλοντας τότε μ’ αυτόν να εκφράσει τη διαπιστωμένη βαθειά κρίση, αν όχι το τέλος, της αντιστασιακής ιδεολογίας και ποίησης σε αντιδιαστολή με την προηγούμενη ποίηση των χαρακωμάτων. Όμως έκτοτε, περνώντας μέσα από το ζόφο της εποχής εκείνης, η οποία τον έστρεψε καίρια και ευεργετικά στον ανθρωποκεντρισμό του, ο Θανάσης Κωσταβάρας μπόρεσε, επαναστατώντας διπλά, να μετουσιώσει εντός του το στρατευμένο προσανατολισμό της ποίησης τού εμείς και να τον επαναδιαπραγματευτεί ποιοτικά και τολμηρά με κείνην του εγώ. Ας αναλογιστούμε πως η μεταπολεμική περίοδος ξεκινούσε με τους ανθρώπους ριζικά αλλαγμένους, με τη νεότητά τους χαμένη με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ήταν μια περίοδος όπου ο θάνατος και το πένθος ως κυρίαρχα χαρακτηριστικά ήταν τέτοια και στην ποίηση. Αυτήν τη ζοφερή πραγματικότητα ο Θανάσης Κωσταβάρας, όπως και ο Κατσαρός, ο Αναγνωστάκης, ο Κύρου και άλλοι της ίδιας γενιάς, την αντιμετώπισε στοχαστικά, μετέβαλε το τραγικό σε αυτογνωσία, στάθηκε απέναντι στον εαυτό του κι έκανε μιαν οδυνηρή ίσως αλλά αποφασιστική και χρήσιμη στροφή στην προσωπική ποίηση.
Έτσι σήμερα πια έχουμε να κάνουμε μ’ έναν πολύτροπο ποιητή, με δεκαοκτώ ποιητικά βιβλία στο ενεργητικό του, ο οποίος αφού βίωσε τον εμφύλιο σπαραγμό κατά την πρώτη νεότητά του μπορεί δικαιωματικά να συναισθάνεται με βαθιά ανθρωπιά τη σύγχρονη περιπέτεια του homo technologicus μέσα στο παγκόσμιο χωριό, μπορεί να περικλείει στο έργο του και το όραμα και το όνειρο, κουβαλώντας μαζί τις σπαρακτικές του μνήμες και να ανοίγει ολοένα περισσότερο τους τρεις ορίζοντες της ποίησής του, τον ιστορικό – ιδεολογικό, τον υπαρξιακό και τον ερωτικό επιζητώντας να μας θυμίζει την ομορφιά της μίας και μοναδικής ζωής που μας έχει δοθεί, την ομορφιά του να μοιραζόμαστε αυτό το εξαίσιο και φοβερό χάρισμα του να ζούμε, την ομορφιά δηλαδή του να συζούμε.
Το βιβλίο του Θανάση Κ. Κωσταβάρα, Οι μεταμορφώσεις των κήπων, εκδόσεις «Μεταίχμιο» Οκτώβριος 2003. Ο Θανάσης Κ. Κωσταβάρας, του οποίου η γενιά είναι εκείνη του Τάσου Λειβαδίτη, του Κλείτου Κύρου, του Γιάννη Νεγρεπόντη και τόσων όσων της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.
Κι όμως, μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του 2004 και ο Θανάσης Κωσταβάρας μας έδωσε μια συλλογή ακόμα, πλήρη ωριμότητας, χωρίς τίποτε «στρυφνό κι αφύσικο», χωρίς τίποτε «χαλαρό κι ασυμμάζευτο» στη γραφή του. Σ΄ αυτή, στήνει μ’ ένα μοναδικά λιτό τρόπο, αφηγείται μ’ ένα δικό του «δωρικό» ρυθμό, με έναν ανεπαίσθητο λυρισμό, σε τρεις ενότητες, τρεις πολύ ανθρώπινους «κήπους». Ο πρώτος υπερασπίζεται τον χαρακτήρα εκείνον της ποίησής του να νοιάζεται για τον «καθημαγμένο σημερινό άνθρωπο από μια ήττα…ήττα της ανθρωπότητας και του πολιτισμού» όπως σημείωνε ο Τάκης Σινόπουλος. Ο κήπος αυτός έχει το ένα πόδι του στο παρελθόν, «…τ’ άλλα μου χρόνια τα δοκιμασμένα κι άγρια…» και το άλλο σ’ ένα όμοια άγριο παρόν όπου «όταν έξω σκοτώνονται άνθρωποι πώς γίνεται να σωπαίνεις» κι όπου «…αδίστακτοι δημοκόποι κι αχαλίνωτοι έμποροι» πουλάνε «…πλαστικά όνειρα στον κόσμο…». Ο δεύτερος κήπος είναι μια ποιητική όχι μόνο της ποίησης αλλά πιο πολύ του ποιητή κι επαληθεύεται εδώ ο Κώστας Βούλγαρης, γιατί είναι εμφανές πως ο Θανάσης Κωσταβάρας έχοντας ήδη διερευνήσει συστηματικά τα όρια μιας τέτοιας ποίησης, επιμένει, την δι-ευρύνει και την επεξεργάζεται δημιουργώντας νέο έδαφος κι έτσι όχι μόνο υπερβαίνει το κριτικό μόρφωμα της, αμφιλεγόμενα ορισμένης ως τέτοιας, γενιάς της ήττας αλλά επαναπροσδιορίζει την ίδια την ποίηση του. Το γεγονός αυτό πιστεύω πως καθιστά ιδιαιτέρως σημαντικό το βιβλίο του και περισσότερο για τους νέους φερέλπιδες ποιητές. Υπάρχει λόγου χάρη μια υποδειγματική διαλεκτική αισιόδοξου – απαισιόδοξου, ιδιαίτερα χαμηλών τόνων, τόσο από ποίημα σε ποίημα όσο κι από στίχο σε στίχο. Απέναντι στο ποίημά του «Και πάλι περί της γοητείας του απλού ποιήματος» όπου προτρέπει το νέο ποιητή, του δείχνει να έχει όραμα και μάλιστα ουμανιστικού χαρακτήρα, βρίσκεται ένα άλλο ποίημα στο οποίο διαβάζουμε «αυτοί…/ που καλλιεργούν – υποτίθεται – μια καθαρόαιμη ποίηση/ αυτοί που μένουν αδιάφοροι στα τόσα εγκλήματα/ που κομματιάζουν τον κόσμο/ αυτοί οι δήθεν ανένταχτοι/ τι μπορούν να νιώσουν από τραγούδι;/ Τι λόγο έχουν, αυτοί, για την αποστολή και το χρέος/ του ποιητή;/…» Εδώ φαίνεται πως ο ποιητής πηγαίνει ακόμα πιο πέρα από τη διαπίστωση του Αλέξη Ζήρα πως το έργο του μετά το 1967 δεν αντικατοπτρίζει την προσπάθεια της ποίησης να θρηνήσει για την πολιτική ήττα της αριστεράς στον εμφύλιο αλλά αντίθετα τη δυναμική της να γίνει ένας μεταφορικός χάρτης των κρίσιμων πραγματικοτήτων που προέκυψαν στον ελληνικό μεταπόλεμο, και που συνεχίζουν, θα έλεγα, να προκύπτουν. (Μανδραγόρας, τεύχος 25) Ο τρίτος κήπος «ο ευθαλής κήπος του έρωτα», μια σύνοψη της ερωτικής του ποίησης, σε αντιδιαστολή με τη διαπίστωση του Δημήτρη Ραυτόπουλου πως ο έρωτας για τον Θανάση Κωσταβάρα είναι το άγγιγμα της αθανασίας, εδώ κορυφώνει μια μεταφυσική αγωνία θανάτου με το σπαρακτικό «…Κι έτσι όπως ήρθα ξένος κι απελπισμένος/ θα κινήσω να φύγω./ Θα γυρίσω πάλι σε κείνο το σκοτεινό τίποτα/ χωρίς να κρατώ τίποτα πάνω μου./ Έξω μόνο απ’ τα βαθιά σημάδια που θά ’χουν αφήσει στο/ σώμα μου/ τα εγκαυστικά φιλιά σου./…» Και πόση εντύπωση αλήθεια μας κάνει ο στίχος όπου, καθόλου τυχαία, ο ποιητής εναπόθεσε εντελώς μόνο του το σώμα του.
Στη συλλογή του Θανάση Κωσταβάρα αναφέρομαι γιατί σ’ αυτήν ο ποιητής σκέφτεται με παρρησία για την ουσία της ποίησης, για το σκοπό και το ρόλο της και τούτη η αναζήτησή του θα ωφελούσε ίσως και την κριτική της ποίησης και τους κριτικούς της εκείνους που την ευνουχίζουν ηθελημένα ή αθέλητα. Στις μεταμορφώσεις των κήπων, στον φανταστικό κήπο του ποιητή ο δάσκαλος «αν και δάσκαλοι της ποίησης δεν υπάρχουν» προτρέπει το νέο ποιητή όχι απλώς να παρατηρήσει τον ανθρώπινο πόνο, ούτε μόνο να ενσκήψει βαθιά μέσα του ο ίδιος αλλά με την ποίησή του, αν μπορούσε να κάνει τέτοια, να επαναστατήσει εναντίον αυτού του πόνου, εναντίον της ανελευθερίας, της καταδυνάστευσης, της παγκοσμιοποίησης, της ισοπέδωσης που έχει καθίσει πάνω στα κεφάλια μας. Και εντέλει το δυσκολότερο που ζητά, χωρίς ίσως να το ελπίζει, από τον ποιητή του μέλλοντος είναι να αφήσει για άλλου τύπου «καλλιτέχνες» την τακτική του δημοσιοσχεσίτη και να μην έχει τη γραφή αφορμή για τις όποιες φιλοδοξίες του. «…Μα εκείνος ούτε που τον άκουσε./ Συνέχισε να γράφει τα δικά του/ και παράλληλα ν’ αναπτύσσει σχέσεις/ ν’ αλλάζει κρίσεις κι επαίνους/ να γίνεται λίγο λίγο επώνυμος…»