Παρουσίαση του μυθιστορήματος Ερώτων και Αοράτων
(παρουσίαση στο βιβλιοπωλείο "Παπασωτηρίου" στην Αλεξανδρούπολη)
Ο Γιώργος Παναγιωτίδης γεννήθηκε στην Αλεξανδρούπολη το 1965 και σπούδασε παιδαγωγικά. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Ρύνια, Τα δύο όλα, και Δι' οδών στις εκδόσεις Μανδραγόρας και δημοσιεύει κριτικές επί σειρά ετών. Το Ερώτων και Αοράτων είναι το πρώτο του μυθιστόρημα και δημοσιεύτηκε το 2007 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη.
Το βιβλίο αυτό, σε µία πρώτη του ανάγνωση, σε παραπέμπει στην παραδοσιακή μυθιστορηματική γραφή, που όμως αποπνέει έναν αδιευκρίνιστο μοντερνισμό, τόσο στην γλώσσα όσο και στο περιεχόμενο. Καθώς προχωρά δε ο αναγνώστης συμπλέκεται µε ένα παράξενο και πρωτοφανέρωτο σύμπαν ιδεών και εικόνων.
Δομημένο σε άλλοτε μικρά και άλλοτε μεγαλύτερα κεφάλαια µε σχετικά πρωτότυπους τίτλους (π.χ. «Η αρχή του κόσμου» σ.7, «Ζώντας µε τους νεκρούς» σ.26, «Ο επιτετραμμένος» σ.72, «Ο Χείρωνας (ο Κένταυρος, γιος του Κρόνου)» σ.72), είναι σαν να θέλει να σε παραπέμψει στη δική του ονειρική οργάνωση που επενδύεται από τη συνειρμικότητα της γραφής του. Ποιητικό και συνάμα πεζογραφικό το ύφος του Παναγιωτίδη εμπλέκει τον αναγνώστη του σε µία φαινομενικά γραμμική ιστορία που στην ουσία εμπεριέχει συνεχώς τον παλινδρομούντα προβληματισμό του για την ανθρώπινη υπόσταση.
Πρόκειται για µία ιστορία που θα μπορούσε να χρησιμεύσει για σενάριο θρίλερ επιστημονικής φαντασίας αλλά και για µία λυρική μπαλάντα, γεμάτη όμως ιδεολογικές προκλήσεις και κάποιες φορές υποσυνείδητα απροκάλυπτη κυνικότητα. Τα δύο του κεντρικά πρόσωπα, ο βασικός ήρωας και η Ερημιά, είναι δύο πολυπρόσωποι κινητήριοι μοχλοί της σκέψης του, η οποία τείνει στην υπακοή αλλά και συνάμα την υπονόμευση παραδεδεγμένων κανόνων. Σέβεται την θρησκεία, τη ζωή, τον έρωτα, τις ανθρώπινες σχέσεις ειδομένα μέσα όμως από την φθορά και την οδύνη που προκαλούν: «Επιτέλους πες µου γιατί ο Θεός σου ανηλεώς µε κατατρέχει χιλιάδες χρόνια και δεν μπορώ ούτε ν' αρθρώσω λέξη ούτε να ξεκουραστώ ... Πως θέλει ο Κύριος και θα σπείρει θλίψη και φθορά σε όσα τολμώ να πράξω μέχρι να µ' εξολοθρεύσει. Πώς θέλει και θα µε πατάξει µε μαρασμό, µε πυρετό, µε ρίγος, µε φλόγωση, µε τύφλωση και µε παραφροσύνη, κι ακόμα µε πληγές κακοφορμισμένες, ώστε να µην μπορώ να γιατρευτώ από τα νύχια των ποδιών µου έως την κορυφή του κεφαλιού µου.» (σ.l30-I). Δεν διστάζει να σαρκάσει, να βρει την ηδονή μέσα στο πένθος, τον πόνο, και την απομόνωση, αλλά ταυτόχρονα να τα αποδοκιμάσει: «Σαν πλάγιαζε μόνη τα βράδια την πάταγε το σκότος, κοβόταν η ανάσα της κι ένιωθε σκιές να σέρνονται στο σπίτι, ν' αγγίζουν ε το σώμα της, κι αυτή, ανήμπορη για να ξεφύγει, ίδρωνε αγκυλωμένη, ανάπηρη πάνω στο κρεβάτι χωρίς τον άντρα της μέχρι να την απολύσει ο δαίμονας» (σ.94).
Όπως αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, το έργο του Γιώργου Παναγιωτίδη πραγματώνεται μέσα από πολυποίκιλες αντιθέσεις που εξισορροπούν µία ομιχλώδη και παραμυθιακή κατάσταση. Το παραμύθι του όμως δεν έχει το αναμενόμενο happy end: «Γύρω µου το φως λιγόστευε μέχρι που αφανίστηκε κι έγινε σκοτάδι, µα σκέφτηκα τούτο δεν είναι άλλο παρεκτός όνειρο κακό και φανταγμός που μοιάζει µε αλήθεια.» (σ. 264). Είναι µία απομυθοποίηση των πραγματικών δράκων και θηρίων της ζωής µας, µία υποδήλωση της συνεχούς αλλά μάταιης εκζήτησης της ανύπαρκτης ευτυχίας µας. Ο Γιώργος Παναγιωτίδης είναι ένας συνειδητοποιημένος γνώστης του παραμυθιού της ζωής µας.
Ευαγγελία Μιμίδου