(Παρουσίαση του Γιάννη Αντιόχου στο Συμπόσιο Ποίησης.)
Πες μου φίλε μου (Ο φίλος σου)
Υπάρχω; (στους λεπτοδείκτες)
Κι αν υπάρχω; (στους δείκτες)
Υπάρχεις; (στο τικ)
Είμαι; (στο τακ)
Κι αν είμαι; (τικ-τακ)
Είσαι; (στον πυρήνα της βόμβας μου)
Προτείνοντας αυτήν την παρουσίαση στο εφετινό συμπόσιο κι αναλαμβάνοντας την τελικά, δεν μπόρεσα να προβλέψω τη δυσκολία του εγχειρήματος. Βρέθηκα αντιμέτωπος με το αισθητήριο μου να μου βεβαιώνει σε όλους τους τόνους πως είχα να κάνω με μιαν αξιοπρόσεκτη περίπτωση ποίησης. Είχα όμως ν’ αντιπαρέλθω κι έναν ισχυρό δισταγμό, μήπως αν φανώ αισιόδοξος το μόνο που καταφέρω είναι να πριονίσω την όποια αξία της θέσης μου και μήπως εκθέσω έτσι τον παρουσιαζόμενο με μιαν κολακευτική παρουσίαση που θα εναντιώνεται στην ενδεδειγμένη από μέρους του σεμνότητα αλλά και στην όποια δική μου αντικειμενικότητα. Όμως κάθε θέση είναι κι ένα διακύβευμα.
Ο νέος ποιητής λοιπόν που σας παρουσιάζω πιστεύω πως αξίζει ξεχωριστής προσοχής. Η εκτενής ενασχόλησή του με τη νοσηλευτική κατ’ αρχήν, του έδωσε τη δυνατότητα να διακριθεί σε παγκόσμιο επίπεδο με την κατάρτιση ενός θεωρητικού μοντέλου νοσηλευτικής βασισμένο στην Αλληγορία της Σπηλιάς του Πλάτωνος, το οποίο και διδάσκεται σε πανεπιστήμια ανά τον κόσμο. Στα γράμματα όμως ο Γιάννης Αντιόχου, εμφανίζεται όψιμα, με την πρώτη του ποιητική συλλογή να έχει εκδοθεί το 2003, σε ηλικία περίπου τριάντα πέντε ετών. Αν και κατά την ύστατη εφηβεία του καθώς και κατά την πρώτη νεότητά του, περίοδο κατά την οποία συνέβει να βρίσκεται κοντά στον ποιητή Γιάννη Νεγρεπόντη στον οποίο και αποδίδει το ρόλο του πνευματικού του πατέρα, μας ομολογεί πως είχε γράψει ποίηση, φαίνεται πως έκρινε αυστηρά τον εαυτό του εκείνην την πρώιμη εποχή με αποτέλεσμα ν’ απαρνηθεί τη λογοτεχνική συγγραφή για ικανό χρονικό διάστημα. Εντέλει ξεκινά ή καλύτερα επιστρέφει στη λογοτεχνία περίπου πριν δύο χρόνια και στο ενεργητικό του έχει μόνο ένα, το πρώτο του, βιβλίο με τίτλο «Ανήλικης Νυκτός Παρίστιον Δέρμα». Όμως ήδη έχει στις λογοτεχνικές του αποσκευές ένα δεύτερο ολοκληρωμένο και υπό έκδοση, τη «Συμφωνία για δύο Σώματα», το οποίο και πιστεύω πως θα πρέπει κανείς να έχει υπόψη του για να δικαιώσει τα λεγόμενά μου.
Αλλά αυτό που θα άξιζε κανείς να σημειώσει για την περίπτωση του Γιάννη Αντιόχου, δεν είναι βέβαια η ποσότητα του έργου του, ούτε ίσως η ποιότητα και η ένταση της δημιουργίας του όσο η διαφοροποίησή του κατά την πίστη μου από την πλειονότητα της τρέχουσας ποιητικής μας παραγωγή κάτι που διαφαίνεται προοπτικά στο πρώτο του βιβλίου κι επιβεβαιώνεται από το δεύτερο. Πρόκειται για ένα δημιουργό ο οποίος χάρη σε κάποια μεταφυσική συγκυρία, εγκατέλειψε τους συγχρόνους του ποιητές στη μοναξιά τους, ξέφυγε για καλή του τύχη από τη γενιά του, την Αθέατη, κατά την Ανθολογία του περιοδικού Μανδραγόρας, γενιά του ’90, αρνήθηκε τον αυτισμό, τον αυτό-ψυχαναλυτικό ακατάσχετο μονόλογο, τον κλαυθμυρισμό και την ομφαλοσκόπηση αυτής της γενιάς και ο οποίος σώπασε ποιητικά πέραν της δεκαετίας μέχρι την ημέρα εκείνη που αιφνιδίως η ποίηση ξέσπασε πάλι εντός του. Έτσι επανέκαμψε ως ποιητικός κομήτης, με ποίηση ταραχοποιό, ζωντανή, επιθετική έως απειλητική, με λόγο – λέξεων που απολαμβάνουν του σεβασμού του και λόγο – αρχιτεκτονικής που δομείται με επιστημονική σοβαρότητα. Κι η διαφοροποίηση για την οποία σας μιλώ, εντείνεται ακόμα περισσότερο, αν κανείς προσθέσει στην ποίησή του την ιδιότητα της ποιητικότητας, μια αυτονόητη ιδιότητα που όμως διέφυγε και επιμένει να διαφεύγει από τις τελευταίες γενιές ποιητών, οι οποίοι κατά κόρον αλληθωρίζουν μακαρίως προς την πεζολογία.
Αν λοιπόν ο ποιητής είναι έτερο ον που ζει διακριτικά ή και εντελώς ασυμπτωματικά εντός μας και για κάποιους δικούς του λόγους εκδηλώνεται και συμβιώνει μόνο με λίγους από μας, τότε αυτό που συνέβη στον Γιάννη Αντιόχου ήταν να κουβαλά εντός του το ποιητικό του ον σε αφασία για πολλά χρόνια μέχρι που μια μέρα εκείνο αναστήθηκε. Έκτοτε συζούνε οι δυο τους, δύο σώματα σε μια διαλεκτική αλληλεπίδραση, ερωτικά, δαιμονικά, δημιουργικά. Είναι η θέση που βρίσκουμε στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνος, ότι από τους ανθρώπους άλλοι εγκυμονούν κατά το σώμα και άλλοι εγκυμονούν κατά την ψυχή και τούτοι είναι οι δημιουργοί, οι υπηρέτες των τεχνών και του ωραίου κι ακόμα είναι η ίδια θέση την οποία έρχεται να επεκτείνει μετά από δύο χιλιάδες τετρακόσια έτη από μιαν άλλη σκοπιά, η φυσική επιστήμη, πως το σύμπαν έχει ηλεκτρονική δομή και πως η ύπαρξη όλων των πραγμάτων πηγάζει από δυαδικές επιλογές. Πως δηλαδή η πραγματικότητα είναι σε τελική ανάλυση είτε καταφατική είτε αρνητική.
Έτσι ο Γιάννης Αντιόχου μιλά σε πρώτο πρόσωπο, μιλά για την πραγματικότητά του, καταθέτει σπαράγματα της προσωπικής του οντολογικής περιπέτειας και ως προς την επιλογή του αυτή καταφάσκει με το κλίμα της γενιάς του. Όμως εντός του έχει προηγηθεί η του Πλάτωνος εγκυμοσύνη ψυχής. Δεν μιλά εξομολογητικά για τον εαυτό του, δεν ποιεί από τη ζωή του αλλά ποιεί την ίδια του τη ζωή, παλεύει με τις γονιμοποιημένες ιδέες της Πλατωνικής Σπηλιάς και ως προς τούτο αντιφάσκει με τη γενιά του που συνήθως μηρυκάζει την ίδια της την ψυχή. Μιλά για μιαν άλλη πραγματικότητα, καταφατική με την ποιητικότητα κι αρνητική με την πραγματικότητα της αντιποιητικής καθημερινότητας. Ο άυλος, ευγενικός κι ιδιότυπα αρσενικά ευαίσθητος κόσμος που ζει στα ποιήματα του Αντιόχου αποζητά και δεν το κρύβει, να κερδίσει μιαν κάποια αθανασία κι εκθέτει με γενναιότητα τα επτασφράγιστα μυστικά μας, αποτάσσεται τα κατά συνθήκη ψεύδη, τα δήθεν μας, την περιχαρακωμένη, ασφαλή ζωή μας και ψάχνει άφοβα στα βάθη της αβύσσου, τις μεταφυσικές πλοκές των σχέσεων και των συναισθημάτων μας. Πρόκειται για το πρώτο και γι’ αυτό το σπουδαιότερο, βήμα ενός ανθρώπου ο οποίος με την ποίησή του ανέρχεται από τη σφαίρα του πραγματικού στο επίπεδο των ιδεών, των ζωσών ιδεών. Ο συνήθης κοινωνικός περίγυρος, η μάνα, ο γάμος, η γυναίκα, τα παιδιά, οι εραστές, οι φίλοι, όλοι αποσαρκώνονται και αποκαλύπτουν την πνευματική τους υπόσταση. Οι μορφές τους γίνονται τα σημαινόμενα ενός νέου, το ίδιο φωτεινού και σκοτεινού, το ίδιο αισιόδοξου και απαισιόδοξου, Θεϊκού και συνάμα Δαιμονικού, πνευματικού κόσμου. Ίσως εντέλει έχει καταφέρει χρησιμοποιώντας την ποιητική έκφραση να δώσει μια αποτελεσματική ή και θεαματική δίοδο σε όλες αυτές τις όμοιες ιδέες που από τύχη ή από σκοπιμότητα, συνυπάρχουν συγχρόνως στο μυαλό όλων μας.
Στην ποίηση του Γιάννη Αντιόχου βρίσκει κανείς δομικά και θεματικά στοιχεία από τη μοσχοβολιά του δημοτικού μας τραγουδιού αλλά κι από το ιδιότυπο άρωμα της σύγχρονης Αμερικανικής ποίησης, την οποία και αγαπά να μεταφράζει, βρίσκει τελικά έναν τολμηρό και ξεχωριστό τρόπο έκφρασης που εξελίσσεται από στίχο σε στίχο, από ποίημα σε ποίημα. Αποκαλύπτεται εμπρός του ο κόσμος ανάστροφα, περισσότερο λυρικός, ελάχιστα υπερρεαλιστικός, μαζί αισθητικός και φρικτός, κανονικός κι αιρετικός, ηθικός και φαύλος, ζωοποιός και θανατικός. Εικόνες ολόγυμνης αλήθειας και συναισθήματα απροκάλυπτα κι ακατέργαστα, παίζουν με την αντοχή, με το θυμικό του αναγνώστη.
Α! Σώμα που ήσουν τρυφερό
Μες την ανατολή σου
Και ’γω σου παραδόθηκα
Κρατώντας απ’ το φως σου
Το τίναγμα της μιας στιγμής
Χωρίς επαναλήψεις
Α! Σώμα δικό μου
Αναχωρώντας γλίστρησες
Μες στη σχισμή της νύχτας
Δυο μάτια ανοιγόκλεισαν
Ρυθμός τριών τετάρτων
Δηλώνει ο ιδρώτας προσοχή
Και πλημμυρίζω αίμα
Θα ’ναι που τοποθέτησα
Στην τσέπη της καρδιάς μου
Ένα μαχαίρι αιχμηρό
Σε βλέπω να ματώνεις.
Πώς γίνεται και βρέθηκες
Μες στη ψυχή του κόσμου;
Ω! φίλε Πάνι
Σ’ ένα κανάτι φυλάγω ονόματα και σπόρια
Προετοιμαζόμενος δια παντός να εγκαταλείψω τη φυσική ανατομική
Προαναγγέλλοντας σοβαρά ν’ ασχοληθώ με τη βοτανική
Ως να φυτέψω θάλασσες, ωκεανούς, το γκρίζο αρχιπέλαγος
Λογής ονόματα και σπόρια.
Ο Γιάννης Αντιόχου ζητά με το δικό του τρόπο να έλθει στο φως η αθέατη γενιά του, ζητά αυτό που ζητάμε, να ξανά – κοινωνήσουμε ποίηση, να ψάξουμε στους τριαντάρηδες και σαραντάρηδες ποιητές μας, να τους δώσουμε μιαν αφορμή να ζήσουν ποιητικά και τέτοιον εγώ σας τον παραδίδω.