(Παρουσίαση του Γιώργου Λίλλη στο Συμπόσιο Ποίησης .)
Έχοντας πίστη πως ο περισσότερος χώρος μέσα στον περιορισμένο χρονικό ορίζοντα κάθε παρουσίασης πρέπει ν’ αποδίδεται στην ίδια την ποίηση και αναλαμβάνοντας να παρουσιάσω τον Γιώργο Λίλλη είχα την αγωνία να βολέψω σ’ ένα μικρό κάδρο μια μεγάλη εικόνα, σε μια εισήγηση που η αρχή της ν’ αντικρίζει το τέλος της ένα ποιητικό έργο που από τη μια θέλει ν’ απλώνεται πάνω από τούτο τον τόπο στον οποίο ενηλικιώθηκε ο ποιητής και έως εκεί όπου ζει από το ’96, κάπου στη Γερμανία δηλαδή και από την άλλη που θέλει επίσης ν’ απλώνεται πάνω από ένα θεματικό πέλαγος. Δύο συλλογές, η πρώτη «Το δέρμα της νύχτας» το’99 από την Οδό Πανός και η δεύτερη «Η χώρα των κοιμωμένων υδάτων» το 2001 από το Μανδραγόρα. Από τη μια η «νύχτα» κι από την άλλη «τα κοιμώμενα ύδατα» ανακεφαλαιώνουν τον εθισμό του να εστιάζει στα πράγματα και να τα ψαύει αφού πριν ως γητευτής τα υπνωτίσει ώστε αυτά να του παραδοθούν άνευ όρων. Και οι δύο συλλογές γεννημένες από την ίδια μεγαλόπνοη πρόθεση ν’ αφομοιώσουν κομμάτια Ελλάδας, το χρώμα και το λόγο, σαν από μια διάθεση να στηθεί ένα σκηνικό που να το θερμαίνει ένας άνεμος ελληνικός μέσα σε ένα άλλο σκηνικό στο οποίο και παρεισδύει συχνά για να το εξημερώσει, σε μιαν άλλη πατρίδα που συχνά μοιάζει ακατανόητη κι απρόσιτη. Είναι η ανάγκη ενός ανθρώπου που έχει τη δυνατότητα να χειρίζεται άνετα τη γλώσσα και που συμβιώνει με τον οίστρο της έμπνευσης, να εκμεταλλευτεί την ιδιαιτερότητά του στην προσπάθεια να γεφυρώσει μέσα του τους δύο κόσμους και τις δύο γλώσσες. Γι΄ αυτό και διαβάζουμε στο βιογραφικό του από τη μία πλευρά πως έχουν μεταφραστεί ποιήματά του στα Γερμανικά αλλά και πως παρουσιάζει Έλληνες ποιητές σε ραδιοφωνικές εκπομπές τις οποίες επιμελείται στη Γερμανία και από την άλλη πως αποτολμά να μεταφράζει στα ελληνικά από τα Γερμανικά.
Σε ένα πρώτο επίπεδο, έχοντας κατά νου πως πρόκειται για νέο άνθρωπο θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η διάθεσή του να τα χωρέσει όλα τούτα στα πρώτα του κιόλας βήματα ξεκινά από το πάθος του απέναντι στη ζωή, απέναντί στον κόσμο που τώρα ξεδιπλώνεται με όλη του την πολυπλοκότητα εμπρός του. Η ψυχρή και απρόσωπη πόλη, η μακρυσμένη φύση – ο χαμένος παράδεισος επί γης, ο μονόλογος και η μοναχικότητα του σύγχρονου ανθρώπου, ο έρωτας δύσκολος και ωραίος, ο νόστος, η ίδια η ποίηση. Όμως ψάχνοντας σε ένα δεύτερο επίπεδο, βρήκα μια θέση ζωής που εστιάζει στη λεπτομέρεια, στα ελάχιστα που μας περιτριγυρίζουν και κάποτε μας καθορίζουν αλλά προσπερνούμε απερίσκεπτα και μια χρήση του λόγου που δικαιώνει τη θέση αυτή. Τα μικρά στην ποίηση του Γιώργου Λίλλη μεγαλύνονται, τα ασήμαντα κι όλα εκείνα που μάλλον μένουν αόρατα και διαφεύγουν της προσοχής και του ενδιαφέροντος της πλειονότητας των ανθρώπων αποκαλύπτονται ως θαύματα. Είναι τα καθημερινά θαύματα που μας περιτριγυρίζουν, αυτά που «ποζάρουν» δίπλα μας και αυτά που βλέπει σχεδόν με παιδική αφέλεια, αυτά που θέλει να μας καταδείξει γράφοντας και αυτά που δικαιώνουν την ερωτική διάθεση με την οποία τα θωπεύει, με κάθε ποίημα να μοιάζει μ’ ένα ολόψυχο ευχαριστώ στον όμορφο κόσμο της καθημερινότητας. Έτσι χάρη σ’ αυτή την ευαισθησία του τελικά συνενώνει την ποίησή του σε ένα σώμα. Διαβάζουμε και ξαφνιαζόμαστε με τον «καφέ μέσα στο μπρίκι ενεργό ηφαίστειο», με «το σανιδένιο πάτωμα που είναι μια εκκλησία από ίχνη», με το «νικημένο παντελόνι στο πάτωμα που περιμένει ακίνητο σαν κροκόδειλος στις όχθες του δωματίου», με «τη γραφομηχανή που γινόταν μηχανή του χρόνου», με «το κέλυφος ενός αυτοκινήτου σα νεκρή χελώνα …που αιμορραγεί σκουριά».
Θα αδικούσα όμως τον Γιώργο Λίλλη αν απέμενα σ’ αυτό το χαρακτηριστικό της ποίησής του το οποίο και αλίευσα αντιμετωπίζοντάς τον περισσότερο υποκειμενικά. Εκείνο το οποίο θα ολοκλήρωνε μια πρώτη γνωριμία με το νέο αυτό ποιητή και θα δικαίωνε νομίζω το εγχείρημα της παρουσίασής του από τη μεριά μου, είναι η αναφορά στον καταφανή ρόλο που διαδραματίζει στο έργο του η στάση του απέναντι στη φύση, μια στάση που καθοδηγεί συχνότατα την έμπνευσή του. Πιστεύει λοιπόν πως ο κόσμος μας βαπτισμένος μέσα σε μιαν άκρατη και καλπάζουσα τεχνολογική λαγνεία, απομακρύνεται επικίνδυνα από τη φύση και πως τελικά ο άνθρωπος περιορίζει έτσι και τους κάποτε ανοιχτούς ορίζοντες του πνεύματός του. Πρόκειται γα μια στάση ίσως όχι πρωτότυπη και ίσως όχι αισιόδοξη αλλά που δίνει μιαν ιδιότυπη δυναμική στο λόγο του ο οποίος και γίνεται πολλές φορές δεικτικός και καυστικός προσβλέποντας στο να μας αφυπνίσει. Από τη μια η «ομίχλη και τα φουγάρα εργοστασίων/ τσιγάρα που καπνίζει αόρατος άγγελος/ κι οι άνθρωποι …στην παράξενη στέπα της πόλης» και «ο ουρανός που πιάστηκε στις μεγάλες κεραίες της τηλεόρασης». Από την άλλη η πικρή διαπίστωση: «Τα δέντρα που σκαρφάλωνα μικρός τα έκοψαν/ στα χωράφια που παίζαμε/ τώρα σπίτια έχουν χτιστεί/ ακόμα και η θάλασσα δε με υποδέχτηκε όπως παλιά/ φουρτούνιασε και τα νερά της μαύρισαν.»
Θα κλείσω με μια σύντομη ποιητική διήγηση του Γιώργου Λίλλη η οποία υπερασπίζει μια εικόνα του σαν αυτή που σας ξετύλιξα. «Μ’ ένα φίλο μου από την Αθήνα επισκεφτήκαμε ένα καταρράχτη. Ο Δημήτρης μόλις είδε το ποτάμι να ξεπηδά από το ψηλό βράχο ακούγοντας το νερό καθώς με ορμή χυνόταν πάνω στη γη και κατόπιν κυλούσε αφρισμένο στην κοιλάδα, εκστασιάστηκε. Έτσι με τα ρούχα όπως ήταν πήδηξε μέσα και χώθηκε στη λευκή κουρτίνα του καταρράχτη ουρλιάζοντας, Χειμώνας. Και το νερό παγωμένο. Καθόμουν και τον κοιτούσα έτσι που πλατσούριζε σα μικρό παιδί. Μου θύμιζε εικόνα βγαλμένη από τη μυθολογία. Σα να χόρευε ο θεός Πάνας με τις αόρατες φιλενάδες του, τις Νύμφες. Και από μακριά να ακούγονται ντέφια και η ιερατική φωτιά έτοιμη να ζεστάνει τα παγωμένα κορμιά που γύρισαν μελανιασμένα από αυτή τη μυστική συνουσία. Κι έμοιαζε ο καταρράχτης ομφάλιος λώρος μέσα από τα ανοιχτά πόδια του βουνού κι ο άνθρωπος μόλις τώρα γεννημένος».