ΡΥΝΙΑ


Ρύνια 
ποίηση 
εκδόσεις Μανδραγόρας, 2002



Α

    Όταν κανείς δε βλέπει, του προσώπου μου βλέπω το φριχτό διχασμό, στα δύο πως ξεδιπλώνεται κι από των ματιών μου το μαύρο κενό κάποιος μέσα που φαίνεται πως ασθμαίνει καθώς γυμνώνεται. Βλέπω το λαχάνιασμά του στον καθρέφτη, μπαίνω κι απέναντί μου ορθώνεται.

Β

    Η σπηλιά μου κόσμος βουβός κι απ’ έξω βοούν διαρκώς. Μέσα χύνονται, ζαρώνουν κι ογκώνονται ανθρωπάκια γυμνά και υγρά, αλλάζοντας φύλο, μορφές αλλάζοντας, σπάζοντας τα δόντια τους, τα σώματά τους αποβάλλοντας, τις ξένες ενδόμυχες φωνές, ακρωτηριασμένα και πολλές φορές δίχως ηλικία και δίχως φύλο σώματα ξένα.

Γ

    Ματαίως ικέτης μακροσκελής μέσα στο κεφάλι του πόνου και μέσα σε λέξεις μισές, στης σπηλιάς του τον αβάσταχτο εγκλεισμό και στης σιωπής του μέσα τον βασανισμό, παλεύοντας το σώμα του να βρει, μεγαλώνει μέσα σ’ ένα παιδί κι αδειάζει το σπέρμα του, άχρηστο πάνω σε κλίνη αδειανή.

    [...] (το ποίημα αρθρώνεται σε 13 μέρη, Α'-ΙΓ', με τη μεσολάβηση ενός "στάσιμου" 6 μερών, α'-στ', μεταξύ των μερών Θ' και Ι')
 

γιώργος παναγιωτίδης