Ζήσης Οικονόμου του Ιωάννου και της Βασιλικής, 25/4/1911 - 3/8/2005. Ο Ζήσης Οικονόμου γεννήθηκε στη Σκιάθο κι έζησε τα παιδικά του χρόνια σ’ αυτό το νησί. Από μικρή ηλικία ο ποιητής μάθαινε ξένες γλώσσες πολύ εύκολα και για ένα διάστημα ενδιαφέρθηκε για την μεταγλωσσολογία. Μ’ εφόδιο αυτή την πολυγλωσσία του, ασχολήθηκε με διεπιστημονικά, διακουλτουρικά, διαταξικά και διαπολιτιστικά ζωτικά ζητήματα. Το 1977 έλαβε το βραβείο ποιήσεως της Ακαδημίας Αθηνών, για όλο το ποιητικό του έργο και διαίτερα για το βιβλίο του «Αιθρία σιγή», και το 1995 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο ποίησης για το βιβλίο του «ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΥΤΑΞΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ».
[Το κείμενο που ακολουθεί, είναι δημοσιευμένο στο τεύχος 26, του περιοδικού "Μανδραγόρας".]
«Θάνατε…Είμουνα μόνος ως Εσύ.»
«…Αυτό το ασήμαντο γεγονός
ο θάνατος,
τίποτα δεν αλλάζει.
…
Όμως το σώμα αυτό θα πέσει σωρός
και κανένας επισκέπτης δε θα το ποθήσει.»
«… Η Καρχηδώνα μας ερειπώθηκε κι άλλο δε μένει
απ’ τις Μυκήνες
παρά δύο λέοντες που οκνούν καρτερικά προ των πυλών…
Ξέρω, τα χόρτα φύτρωσαν κι οι βάτοι στην καρδιά σας
αρχαίες μου πόλεις θλιβερές ερειπωμένες…»
Διαβάζοντας τα Ποιήματα 1934-1953, εκδ. Κέδρος, του Ζήση Οικονόμου, παρατήρησα πως από πολύ νωρίς μπορεί κάποιος να διακρίνει την ιδιαίτερη ευαισθησία και την ιδιάζουσα επαναστατικότητα με την οποία ο ποιητής ψαύει τον θάνατο, αυτόν τον καταλύτη της ανθρώπινης ύπαρξης και κατ’ επέκταση το μη αντιστρεπτό χρόνο, τη φθορά η οποία ξηλώνει ό,τι όμορφο υφαίνεται, αποσαθρώνει ό,τι οικοδομείται, βάλλει κατά της ζωής. Με άλλα λόγια διαπιστώνει, συνειδητοποιεί και μιλά για την εντροπία. Πρόκειται για την επιμονή του να εστιάζει στο χρόνο της διάλυσης και της παρακμής, σ’ αυτόν που θα μπορούσε να ονομαστεί απαισιόδοξος χρόνος αφού η ζωή δεν θα μπορούσε ποτέ να μείνει ακίνητη ή να πάει προς τα πίσω στο χρόνο. Αυτή η παρατήρηση δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας αγωνίας για την κατανόηση, την ταξινόμηση, την ανεύρεση κοινού παρανομαστή για κάποιον ικανό αριθμό ποιημάτων ούτε οδηγήθηκα σ’ αυτήν από ανάγκη να επιβεβαιώσω ένα σύμφωνο με όσους τον γνωρίζουν χαρακτηρισμό για το δημιουργό τους. Η μεταφυσική συνοδοιπορεί με τον ποιητή εξ αρχής και σημειώνει συχνά τη δημιουργία του ως συστατικό της. Ο μεσοπόλεμος, η δεκαετία 1931-40 στην οποία πρωτοεμφανίζεται ο ποιητής, είναι μια ιστορική περίοδος με ιδιαίτερο μεταφυσικό βάρος. Από τη μια πλευρά η μικρασιατική καταστροφή, η πολιτική αστάθεια και η Μεταξική δικτατορία στην Ελλάδα και από την άλλη η εδραίωση του φασισμού στην Ευρώπη, αναδύουν μυρωδιά θανάτου. Η δημιουργική και αισιόδοξη ορμή της νεότητάς του μοιάζει να καταστέλλεται μέσα στο ζοφερό αυτό κλίμα το οποίο τον ωριμάζει πρόωρα άλλοτε φωτίζοντας κι άλλοτε συσκοτίζοντας τη σκέψη του υπό το βάρος των εναγώνιων και αναπάντητων ερωτημάτων για τον άνθρωπο και τον Κόσμο που έθεσε η εποχή αυτή.
«…Νύχτα.
Μόνος κυττώ απ’ το παράθυρο:
όλοι κοιμούνται νεκροί κι’ η σιγή βασιλεύει.
…
Εφήμερε κόσμε
φυγή δεν υπάρχει ή διέξοδος
το παρελθόν είν’ αγιάτρευτο
άρρωστο το μέλλον…»
Ο θάνατος πιστεύω είναι το αντίπαλον δέος κάθε δημιουργού αφού εναντιώνεται από την πρώτη στιγμή στο δημιούργημά του αλλά και στον ίδιο. Η δημιουργία κρύβει μιαν προσδοκία αθανασίας, είναι το κρυφό κίνητρο αν και η εναντίωση στην ανυπαρξία εμπεριέχει την παγίδα της οργανωμένης και καθοδηγούμενης μνήμης η οποία διαστρεβλώνει και καθιστά τον δημιουργό ξένο και ακατανόητο για τον ίδιο του τον εαυτό. Τελικά ο θάνατος ίσως είναι απαραίτητη συνθήκη ή καλύτερα ο οίστρος που ευθύνεται για μια έμπνευση η οποία στη βάση της είναι ένας πόλεμος ωραίος αλλά μάταιος και γι’ αυτό τραγικός. Όταν μάλιστα δεν πρόκειται για κάτι μακρινό ώστε να μπορεί κάποιος να το αντιμετωπίσει με ελιτίστικη ή φιλοσοφική διάθεση, όταν επίσης δεν πρόκειται για απώλεια προσφιλών προσώπων του ίδιου του δημιουργού και άρα για έμμεση βίωση του θανάτου ή οποία μπορεί να φανεί δυνητικά και ευκαιριακά στη δημιουργία του, όταν η καθημερινότητα δεν αναγάγει σε πολυτέλεια την ιδέα του θανάτου ούτε την μεταφράζει σε διανοουμενίστικη ανία, μελαγχολία και αποξένωση από το κοινωνικό γίγνεσθαι, κατά την άποψη της αριστεράς, όταν τελικά ο πόλεμος έρχεται να καταλύσει το εγώ, τον έρωτα, την κάθε είδους δημιουργία ως καθεαυτό Αυτό και εγκαθίσταται στην καθημερινότητα, τότε με κάποιο τρόπο επεμβαίνει και στην ποίηση. Λέγοντας με κάποιο τρόπο, εννοώ βέβαια ότι αναμφισβήτητα εμπλέκεται και ο υποκειμενικός παράγοντας ο οποίος έχει να κάνει με το άμεσο περιβάλλον, κοινωνικό και λογοτεχνικό, του κάθε ποιητή το οποίο και επηρεάζει κατά ένα ποσοστό το έργο του.
Ενδεικτικά θα μπορούσα να σημειώσω ότι ο Καρυωτάκης νοσηρά απαισιόδοξος παραιτείται το 1928 από τη ζωή αφού διαμαρτυρήθηκε με την ποίησή του και άσκησε κριτική για την αθλιότητα του πολέμου και την κοινωνική αδικία χωρίς ποτέ να διακρίνει ίχνος ελπίδας για τον άνθρωπο. Σε αντιδιαστολή, ο Ελύτης διαμαρτύρεται ημνώντας την ομορφιά της ζωής, οραματίζεται ένα ωραίο μέλλον που θα κατακτηθεί με αγώνα και μάχεται ως «τρελή ροδιά» τη συννεφιά του κόσμου, αγνωώντας συνήθως – όχι πάντα – το θάνατο, ίσως από φόβο ή ίσως από προσωπική ανάγκη ψυχικής ισορροπίας. Μια τρίτη αντιμετώπιση, περισσότερο επικαιρική ή καιροσκοπική και σχεδόν καθόλου υπερβατική, είναι αυτή του Ρίτσου που δηλώνει ότι « η ποίηση πρέπει να είναι ένας οδηγός μάχης και ευτυχίας, ένα όπλο στα χέρια του λαϊκού αγωνιστή και μια σημαία στα χέρια της ελευθερίας». Αυτή η τελευταία θεώρηση φαινομενικά τόσο κοντά στη ζωή είναι πολύ κοντά στο θάνατο από έναν άλλο δρόμο αφού απαξιά ν’ αντιμετωπίσει το χρόνο, δεν αναζητά το διαχρονικό και κλασικό ως συστατικό της και αρκείται στο εφήμερο, συνυφασμένη ίσως με την ιστορία αλλά αποξενωμένη από μια μελλοντική καθημερινότητα και μάλλον αδιάφορη σε αναγνώστες μελλοντικών εποχών.
Ο Ζήσης Οικονόμου έχει έναν άλλο τρόπο «αντίδρασης», πολύ ιδιαίτερο και εντελώς προσωπικό, ίσως αιρετικό και κατά μια έννοια επαναστατικό. Κατ’ αρχήν «συμφιλιώνεται» με το θάνατο, τον εντάσσει στην καθημερινότητά του όπου δρα καταλυτικά μεν, απαλλαγμένος όμως από τη βαρύτητα συναισθημάτων απαισιοδοξίας και πεσιμισμού, χωρίς ίχνος μελοδραματισμού.
«…Δίχως προτίμηση
μεταξύ θανάτου και ζωής
εγείρομ’ απ’ της Νύχτας το Λόγο κι’ όρθιος
στέκω αντίκρυ στο χάος. …»
Εκμεταλλεύεται τον «αδελφικό μας το θάνατο» θετικά και δημιουργικά, μετατρέποντας(;) το αναπόφευκτο σε πρίσμα μιας πολύ δυναμικής και αισιόδοξης οπτικής, καθαρά υλιστικής «αγγίζοντας» μία μόνο φορά «την τρυφερή καρδιά» του Χριστού, μετουσιώνει αυτό το ανυπέρβλητο όριο, το σύνορο αυτού του Κόσμου, το θάνατο, σε σημαντικό υποκινητή για ποιοτικότερη και ουσιαστικότερη ζωή, για περισσότερη σπουδή στη χαρά και στην απόλαυση της λεπτομέρειας κατά το λατινικόν «άδραξε τη μέρα».Το ότι ο θάνατος δηλαδή είναι παρόν και δεν αγνοείται, δεν παραβλέπεται ούτε εξωθείται στα εσώτερα του ασυνείδητου είναι αυτό που ως στάση δίνει ουσία στη ζωή. Γι’ αυτόν κάθε στιγμή της ζωής είναι όχι μόνο ανεπανάληπτη και πολύτιμη αλλά επιπλέον εξαργυρώνεται κάθε φορά που επανέρχεται ως μνήμη. Είναι πάντως αξιοσημείωτο ότι η ομορφιά της ζωής εντοπίζεται σχεδόν αποκλειστικά στη φυγή, στην απομόνωση, ως είδος απολύτρωσης από μιαν ακατανόητη, απειλητική κοινωνία και είναι αυτός μάλλον ο λόγος που ο ποιητής προσφεύγει στη φύση.
«Λόφος από θυμάρι και χαμόκλαδα
ήλιος τ’ Απρίλη πεύκου σκιά μοναχού.
[…]
Κι όταν θα μ’ εύρει ο χειμώνας μου
κι’ η λάσπη αναμιχτεί με το κορμί
σ’ εύφορη στάχτη,
χαρά μου πάλι που σα σήμερα
ρίζες του θυμαριού μ’ ήλιο τ’ Απρίλη πάλι σ’ έκθαμβο
πανηγύρι φωτός, θ’ αναπολώ
τον εξόριστο θεό των μηχανών
τον άνθρωπο που αρνήθηκε το αιώνιο.»
Σε ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης, αυτή η στάση φαίνεται να είναι βαθύτατα ανθρωπιστική. Η ζωή έχει αξία, ο άνθρωπος δηλαδή έχει αξία την οποία όμως ευτέλησε αρνούμενος το «αιώνιο». Είναι η εποχή η οποία επικεντρώνει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στο Νέο άνθρωπο, αυτόν που στρέφεται ενάντια στον εαυτό του, αγνοώντας από την άλλη μεριά τον Κόσμο. Η φύση είναι ένα θαυμάσιο σκηνικό και μάλιστα σκηνικό πολέμου αλλά τίποτα παραπάνω. « Ο γυιός του ανθρώπου, ο γυιός της γης / ο γυιός του απείρου κόσμου » κατά την άποψη του Ζήση Οικονόμου είναι ανθρωποκεντρικός, ιδιαίτερα εγωιστής και δεν αναγνωρίζει τη σημασία του φυσικού περιβάλλοντος. Μάλλον ο άνθρωπος περιβάλλει εξουσιαστικά το περιβάλλον ή στην καλύτερη περίπτωση τού αποδίδει την χρηστικότητα του σκεύους. Πρόκειται δηλαδή για ένα ανθρωπισμό που πλησιάζει το βιβλικόν «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και κατακυριεύσετε τον κόσμο» χωρίς ίχνος οικολογικής ευαισθησίας «…με κούφιο μεγαλείο ατομικού και μαζικού ΕΓΩ/ΕΓΩ/ΕΓΩ…». Σκιαγραφώντας τη στάση του άνθρωπου της εποχής εκείνης – μιλάμε για τη δεκαετία 1930-40 – απέναντι στον Κόσμο, όπως τη βιώνει, την κατανοεί και την εννοεί ο ποιητής, θα πρέπει να αντιπαραβάλουμε τη δική του στάση η οποία διατυπώνεται με σαφήνεια, πολύ νωρίς, πρόωρα και «πρωτόγονα» οικολογική, τουλάχιστον για τα ελληνικά δεδομένα. Δηλώνει χαρακτηριστικά «…πουλιά κι ερπετά οι αδελφοί μου». Η σύγχρονη θεωρία της ζωντανής Γαίας απέχει πολύ αλλά διακρίνεται στη «μητέρα Γη», μητέρα του ανθρώπου. Αντιδρά δηλαδή στην τεχνολογική προοπτική, θεωρεί μάλλον επικίνδυνη την ταχεία εξέλιξη των μηχανών πάντα όμως και μόνον για τον άνθρωπο ενώ ποτέ δε θα διανοηθεί πως η απειλή αφορά τη φύση όλη. Το οξύμωρο είναι ότι ανθρώπινες κατασκευές στρέφονται κατά του ανθρώπου που είναι και ο δημιουργός τους αλλά κυρίως εξαιτίας της χρήσης τους από τον ίδιο τον άνθρωπο.
«Αεροπλάνα ενώνετε σαν γέφυρες τους κόσμους
γραμμές σιδηροδρομικές που απλώνεσθε στα μάκρη
έλικες που πλησιάζετε τη μια άκρη σ’ άλλην άκρη
χέρια φιλικά χωρίς ανταπόκριση.»
«Των μηχανών εισπνέουνε μπεζίνα τα πνεμόνια
κι’ αναρουφάνε οι εμβολείς τον καυτερόν ατμό
ρομπότ και μηχανή εσείς, σας νοιώθω στο ρυθμό
του βόγκου σας, του ιδρώτα σας στης πολιτείας τα χρόνια.
…
ζήτω η τεχνολογία μας, πιθήκους που ανασταίνει.»
Η στάση του Ζήση Οικονόμου είναι ίσως απόρροια κάποιου είδους φοβίας αλλά περισσότερο μου μοιάζει σαν παιδική απορία και περιέργεια για κάποιο νέο παιχνίδι, το παιχνίδι της «μηχανοποίησης» του Κόσμου.Δε φαίνεται να έχει καμιάν εμπιστοσύνη στην δεδομένη δόμηση της κοινωνίας και η θέση του αυτή ενισχύεται από την πεποίθησή του ότι η συλλογικότητα είναι χίμαιρα εφόσον ο καθένας πορεύεται μόνος του περιχαρακωμένος σ’ έναν προσωπικό, στεγανό και απόλυτα εγωιστικό κόσμο, κατά κανόνα χωρίς να το συνειδητοποιεί. Είναι μάλιστα ελάχιστοι ακόμα και οι ερωτικοί του στίχοι, πράγμα που συνηγορεί σε μιαν αναχωρητική διάθεση, με ελάχιστα ίχνη θρησκευτικής αναφοράς, σε μιαν απόλυτη συμφιλίωση με τη ιδέα ότι κατά βάθος ο καθένας πορεύεται μόνος. Είναι σκληρή η διαπίστωση αυτή αλλά ίσως μ’ αυτόν τον τρόπο περιχαρακώνεται, αποδιώχνει την απογοήτευση και την απανθρωπιά της εποχής. Σε καμία περίπτωση βέβαια δεν είναι αρνητής της ζωής ούτε μισάνθρωπος. Διατηρεί την πίστη του στην αξία του ανθρώπου και την ελπίδα του για μια διαφορετική κοινωνία. Αντιλαμβάνεται όμως διαφορετικά τον Κόσμο. Οι μάζες εμπεριέχουν την αντίφαση της μοναξιάς – όσο πιο πολλοί τόσο πιο μόνοι – άποψη που ενισχύουν οι δύο κακοήθεις εκδηλώσεις του ανθρώπινου ενστίκτου, του ανθρώπου πιθήκου, ο φασισμός και ο πόλεμος.
Αυτή η ξένωση, η απομόνωση με ψυχαναλυτικά και φιλοσοφικά ερείσματα έχει συνακόλουθό της την οικειότητα με την ιδέα του θανάτου καθώς αυτή πλησιάζει όταν από την μια απομακρύνονται οι άνθρωποι και από την άλλη ενσκύπτει η μεταφυσική. Αυτό δηλαδή που δυσκολεύεται να εμπαιδώσει, που δεν μπορεί να το φέρει στα μέτρα του, το απρόσωπο Σύστημα των ανθρώπων και του τεχνολογικού πολιτισμού τους είναι που τον απωθεί και τον απομονώνει, που τον οδηγεί πίσω στη φύση – μπορεί κανείς άραγε να οπισθοδρομεί ενάντια στο βέλος του χρόνου – και που τον οδηγεί από αντίπαλο κοντά στο θάνατο με μια λαϊκά στωική στάση. Τεχνολογία και θάνατος αντιμάχονται κι αυτό ή δεν το διαισθάνεται ή δεν θέλει να το καταλάβει ή δεν τον ενδιαφέρει. Ίσως το ειρωνεύεται κιόλας. Έτσι αφού διαπιστώνει αυτήν την ξένωση, εγκαταλείπει την «πόλη» προσπαθώντας να ξεφύγει από τα γρανάζια της μηχανής, από τις δομές δηλαδή του κοινωνικού Συστήματος των ανθρώπων μιας συγκεκριμένης εποχής – κάτι που δεν πρέπει να ξεχνά κανείς – προσπαθώντας να περισώσει το ατομικό Εγώ όταν αυτό συνθλίβεται από το συλλογικό Εγώ του φασισμού.
«…Οι φίλοι μας
οι γνωστοί όλοι μαζί
πλάι καθόμαστε
χωριστά στον κόσμο του ο καθένας,
χειροπιαστά χορεύοντας αγνώριστοι
το χορό των ενστίκτων μας
πολιτισμένοι στη ζούγκλα. …»
«Βουνό, καλό βουνό για κατοικία μου
πάναγνη θεά, καθαρή γλυκιά μου όραση,
νησιά και πουλιά κι’ ερπετά οι αδερφοί μου.
Βλέπω τα νέφη προς τ’ απόγευμα
και πέρα στο βάθος των πόλεων το μίσος. …»
Δεν βρίσκεται όμως εδώ η ιδιαιτερότητα, η αίρεση του Ζήση Οικονόμου ή καλύτερα δε σταματά εδώ. Μάλλον από αυτό το σημείο ξεκινά, χρησιμοποιώντας δηλαδή ως υπόβαθρο και αφετηρία μιαν επιβεβλημένη από τα γεγονότα κοσμοθεωρία, την αντίληψή του η οποία θέλει τον πεπερασμένο άνθρωπο πλανημένο από μιαν τεχνολογική λαγνεία και προτιμώντας ο ίδιος τη μοναξιά, φτάνει στο σημείο να εναποθέτει την ελπίδα διεξόδου από τούτο το τέλμα της εποχής αυτής, στην ίδια την αιτία του, στον πόλεμο, στην ύστατη καταστροφή. Αυτή η άποψη, ο πόλεμος ως από μηχανής θεός, από μιαν οπτική μπορεί να φαίνεται ακραία και να ξαφνιάζει. Έχοντας όμως υπόψη μας τη σχέση τού ποιητή με το θάνατο, μπορούμε να εκλάβουμε διαφορετικά αυτή του τη θέση αν και καθίσταται ιδιαίτερα τολμηρή εξαιτίας του χρόνου διατύπωσής της, ανάμεσα σε πρόσφατα κι επερχόμενα δεινά. Την ίδια εποχή άλλοι ποιητές κατακεραυνώνουν τον πόλεμο, ημνούν τους πολεμιστές – ήρωες και την ειρήνη που αυτοί προασπίζονται, αποτάσσονται μετά βδελυγμίας το θάνατο, έχουν αποκρυσταλλωμένη και σύμφωνη με τα ανθρώπινα μέτρα γνώμη για τους «καλούς» και τους «κακούς». Ο Ζήσης Οικονόμου όμως εκφράζει την ευχαριστία του στο καλό και στο κακό του Κόσμου, εναντιώνεται στα κοινώς παραδεκτά προσπαθώντας να καταλαγιάσει τους φόβους του και να εξευμενίσει τον επικρεμάμενο εφιάλτη. Δεν έχει κανέναν ενδιασμό να σκεφτεί και να διατυπώσει τη σκέψη του ότι όλοι είναι υπεύθυνοι για την τροπή που παίρνουν τα πράγματα και γι’ αυτό άξιοι της μοίρας τους. Η συνυπευθυνότητα στο καλό και στο κακό, η αφύπνιση των επαναπαυμένων ως διαχρονική προβληματική είναι πραγματικά επίκαιρη και έτσι θα είναι και στο μέλλον.
«…Οι μέρες δεν είναι πια πανηγύρι σαν πριν
σε τέτιαν επιτάχυνση
ο ήλιος ανατέλλει και σκοτίζεται η Γη
πολυβόλα δοκιμάζουν το γέλιο μας
και θυσίες, μανίες πολέμων
του αιώνα μας αρετές.
Καλά που ήρθες Εσύ Αναταραχή
με τα καννιβαλικά σου μούτρα
και με τις πληθώρες σαν μύχια στέρηση
με το μηδενισμό, την αναστροφή, την ανομία.
Είμασταν φτωχοί νοικοκυραίοι, κακομοίρηδες
κατοικίδια κτήνη των σήψεων και του χρήματος
είμασταν ανύπαρχτοι νεκροί, πλήθη ερημικά
που κάπως λίγο τώρα «ζούμε»
απ’ τις μαστιγώσεις των αφεντάδων μας. …»
Ο ποιητής και ο άνθρωπος Ζήσης Οικονούμου επέλεξε οδό δύσβατη. Δεν χάιδεψε τ’ αυτιά μας ούτε κολάκεψε τα πάθη μας. Έγραψε για την ξένωση των ανθρώπων και προτίμησε ν’αποχωρήσει στο μικρό του νησί χωρίς ποτέ να θρέψει πόθο να γίνει ποιητής μας. Δεν έφτασε ποτέ στην Καρυωτακική παραίτηση, δεν αφέθηκε σ’ έναν μηδενιστικό αρνητισμό αλλά οικοδόμησε βασισμένος στη μεταφυσική μια θεωρία ικανή να ερμηνεύσει, από δική του ανάγκη και να δικαιολογήσει την απογοήτευσή του για το κοινωνικό Σύστημα. Δεν σκέφτηκε ποτέ, κατά τα Καβαφικά «Τείχη», ότι αυτός παγιδεύτηκε και απομονώθηκε από τούτο το Σύστημα γιατί δεν ένιωσε ποτέ να περιέχεται αλλά αντίθετα να περιέχει όπως και κάθε άνθρωπος ως «αστρικός εξόριστος». Έψαξε βαθιά μέσα του όπου βρήκε τη ζωή, το θάνατο και το Θεό και αυτήν του την αγωνία, την πορεία του προς την αυτογνωσία και την αποδοχή «της φαιδρότητας του βίου» και της ματαιότητας του Κόσμου μοιράζεται μαζί μας στο έργο του χωρίς διάθεση καμιά να μας διεγείρει, να μας πείσει και να μας συμπαρασύρει. Πολλές φορές μάλιστα η ποίησή του γίνεται δυσάρεστη κι αποκρουστική. Είναι πολύ δύσκολο να μπορέσει ο καθένας μας να κάνει αυτήν την υπέρβαση και να αντιμετωπίσει με θάρρος μιαν τόσο δυσβάσταχτη πραγματικότητα. Οι περισσότεροι από μας ξεχνούν ηθελημένα, αυθυποβάλλουν τη μνήμη τους στο να παραγράψει έναν τόσο επίπονο λόγο. Είναι ιδιαίτερα περίεργο λοιπόν που ένας ποιητής δεν φλερτάρει με την αιωνιότητα αλλά με πλήρη αυτοσυνειδησία γράφει ποιήματα «καταδικασμένα» στη φθορά του χρόνου, στη λήθη από ένα Κόσμο που δεν θέλει τη μεταφυσική στο Παιχνίδι του και μεταβάλλεται ραγδαία σε Κόσμο-μηχανή.
«…Ω, γιατί
θάνατε κέρδισες τη στοργή μου;
Είμουν η αντίφασή σου.
Είμουνα μόνος ως Εσύ.»