Βασίλης Κ. Καλαμαράς: Ο πρωτάρης έκοψε το νήμα


Ο 43χρονος ποιητής και πεζογράφος Γιώργος Παναγιωτίδης είχε να ανταγωνιστεί για το βραβείο μυθιστορήματος του περιοδικού «Διαβάζω» τη Νένη Ευθυμιάδη, τον Βασίλη Αλεξάκη, τον Τάκη Θεοδωρόπουλο, τον Ανδρέα Μήτσου. Τελικώς, η κριτική επιτροπή προτίμησε να βραβεύσει έναν άγνωστο, που γράφει και εκδίδει εδώ και είκοσι τρία χρόνια ποίηση. Ετσι, με το πρώτο του μυθιστόρημα, «Ερώτων και αοράτων» («Γαβριηλίδης») κατάφερε να περάσει από το παρασκήνιο στο προσκήνιο.

«Δεν το έχω πιστέψει, ήταν αναπάντεχο», ήταν η αντίδρασή του όταν επικοινωνήσαμε μαζί του. Και τη δικαιολόγησε με τα ακόλουθα λόγια: «Είμαι έξω από κυκλώματα και δεν υπήρξε κάποια ιδιαίτερη διαφήμηση από τον εκδότη μου. Από την πρώτη ημέρα, που έγιναν γνωστές οι μικρές λίστες του περιοδικού, διαπίστωσα ότι ακούγονταν ορισμένα ονόματα ως φαβορί».

Γεννημένος στην Αλεξανδρούπολη, κι αφού σπούδασε παιδαγωγικά στη γενέτειρά του, ήρθε στην Αθήνα, όπου εργάζεται ως δάσκαλος σε δημόσια σχολεία. Επί μία δεκαετία (1995-2005) ήταν μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού «Μανδραγόρας». Εκτός από το βραβευμένο του μυθιστόρημα, έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές: «Ρύνια», «Δι' οδών» και «Τα δύο όλα» («Μανδραγόρας»).

Η τελευταία, όπως λέει, «ήταν ο προπομπός του μυθιστορήματος και μία πρόκληση να μεταφέρω την εμπειρία μου από την ποίηση σε μία άλλη μορφή λογοτεχνίας, που θα 'χει κάτι από την πεζογραφία και από τη μουσικότητα του ποιητικού λόγου». Του ζητάμε να μας περιγράψει πώς το φαντάστηκε και τι επένδυσε ως στόχο σ' αυτό: «Είναι ο άνθρωπος απέναντι στον εαυτό του κι ο άνθρωπος έναντι του θανάτου. Ο ήρωας του μυθιστορήματος είναι ένας ιερέας, που τα βάζει με τον Θεό, γιατί δεν έχει απάντηση στο πόσο δίκαιη ή άδικη είναι η ζωή ή, αν προτιμάτε, αναρωτιέται ποια είναι η σχέση της ζωής με τον θάνατο».

Αυθόρμητα του έρχονται στο μυαλό οι δύο λογοτεχνικοί του πατέρες: ο Γιώργος Χειμωνάς του «Γιατρού Ινεότη», που διάβασε σε ηλικία δεκαοκτώ ετών, και ο Φραντς Κάφκα της «Δίκης», του «Πύργου» και της «Μεταμόρφωσης». Για τον πρώτο έχει να λέει ότι «ήταν ένα μυστικό σύμπαν, που μου άνοιγε μία πόρτα». Εντούτοις δεν κρύβει τις επιδράσεις του από τις παραλογές, το δημοτικό τραγούδι, αλλά και όλη την παράδοση της ελληνικής υπαίθρου, που έχει σχέση με τη μεταφυσική: τα ζώα και τα δέντρα που μιλάνε. Κι όλα μπολιάζονται από το βάρος της σκιάς της Βίβλου.

Κλείνοντας, αναφέρεται στην εμπλοκή του με την εκπαίδευση. Η πλειονότητα των μαθητών του είναι παιδιά οικονομικών μεταναστών. «Είναι μία ελπίδα για μας τους Ελληνες και ένα μάθημα για μένα. Είναι αυθόρμητοι και μαθαίνουν γρήγορα. Μού θυμίζουν τους Ελληνες μετανάστες της δεκαετίας του '60».