εκδόσεις Γαβριηλίδης, σελ. 80, Αθήνα 2003
“Δες μαμά να κάνουμ' εμετό / Να κάνουμε και γάλα / Και να πεθάνουμε / Και να μας φάει κι η αρκούδα; / Λες μαμά να τα πάθουμε αυτά τα πράγματα;”
Είναι στ' αλήθεια μυστήριο σχεδόν μεταφυσικό πώς στα χρόνια της εικονικής πραγματικότητας, της φρενήρους εναλλαγής μεταξύ αξίωσης κι απαξίωσης ισχυρότατων δικτατόρων της εικόνας, αστέρων πολύφημων που ορθώνονται αίφνης μέσα στ' ανίσχυρα μυαλά μας κι έπειτα φθείρονται, κονιορτός και συνάμα καταιγισμός από τόσους και τόσους που δρέπουν φορτία δόξας άνισα με το μικρό τους μέγεθος, είναι εντέλει μυστηριακό πώς σ' έναν τέτοιο κόσμο που δεν προλαβαίνουμε να κατανοήσουμε, ένας ποιητής μπορεί να πιστεύει τόσο βαθιά στην ισχύ της ποίησης - πόση της έχει απομείνει; - ώστε προς χάρη της δικής της ανταμοιβής - ποια να είναι αυτή; - τολμά και ξεφλουδίζει σ' ένα βιβλίο όλα τα δέρματά του, ένα ένα έως το τελευταίο της ψυχής του κι εντέλει πετά κι αυτήν την ίδια βορά στους αναγνώστες του.
Στο βιβλίο αυτό ο Βασίλης Αμανατίδης μεταμορφώνει το ιδιωτικό όραμά του σε ποιητικές εικόνες, σ' ωραίες απαθανατίσεις της ζωής του - και άρα της εποχής του - αλλάζοντας κάθε φορά το περιεχόμενο σε περιέχον και προσδίδοντας του αξία ιδιαζόντως ευρύτερη του εγώ. Στήνει ένα αισθητικό σκηνικό και μας καθιστά συμμέτοχους, συμμάρτυρες της ίδιας της ζωής του. Αποχρώσεις υψηλής ευαισθησίας, λεπτότατες αποκλίσεις σχέσεων, αρχέτυπα φόβων και επιθυμιών αναδύουν ένα ιδιότροπο άρωμα, μεθυστικό, συνάμα θελκτικό κι απωθητικό. Θελκτικό γιατί ποιος άραγε δεν αρέσκεται να λαβαίνει σάρκα και αίμα, να τρυπώνει στα άδυτα των αδύτων; Απωθητικό γιατί ποιος δέχεται αγόγγυστα να σηκώσει έστω για μια στιγμή το βαρύτατο βάρος ενός άλλου; Το ποίημα Τριαντατρία μοιάζει μετρική αμετροεπής απογύμνωση, μοιάζει λογοτεχνικό reality show και ως τέτοιο είναι επικίνδυνα ωραίο.
“…/ Συνέχισε διώχνοντας ό,τι αγαπά. Και μέχρι τώρα, δεν ομοιοκαταληκτεί ποτέ στη ζωή του με κανέναν. “Το μόνο που μου μένει”, λέει, να γράφει συνεχώς. Στίχους σαν πεζά, πεζά σαν στίχους. Ανάμεσα, διώχνει ό,τι υπάρχει γύρω του. Να, προχθές αγάπησε κάποιον. Λέει όμως “όχι, όχι. Δεν με αγαπά αυτός”. Εχθές τον αγάπησε κάποιος. Μα λέει “όχι. Δεν τον αγαπώ εγώ». /…”
Το Τριαντατρία είναι μια καρκινική ηλικία πλήρης συμβολισμών, μια ηλικία κατά την οποία το αγόρι, που χάνει αμετάκλητα την πρώτη νεότητά του, μπορεί πλέον να είναι ασφαλώς άντρας, ανασφαλής νέος κι επισφαλώς ώριμος. Τα χρονικά όρια, ψυχολογικά και βιολογικά, που μικραίνουν για τον καθένα μας την απόσταση από την κόλαση του θανάτου κι αντίστροφα μεγαλώνουν εκείνην από το μητρικό παράδεισο που μέχρι πρότινος φάνταζε εγγύτερη, είναι συνήθως πηγή συντριβής και μια τέτοια πηγή είναι για κάθε ανυποψίαστο αναγνώστη το βιβλίο αυτό. Από σελίδα σε σελίδα, εμπρός στα μάτια μας, η αφελής και μαζί γενναία αθωότητα του μικρού παιδιού μετατρέπεται στην τραγική και σπουδαία αυτεπίγνωση του ανθρώπου.
Ο μυθολογημένος κόσμος του βιβλίου, του αγοριού που απώλεσε τον άντρα, του άντρα που πρόδωσε το αγόρι, περιστρέφεται αέναα ως μικρός πλανήτης, πλανημένος δηλαδή, όχι όμως περί τον άξονά του αλλά χαοτικά, απρόβλεπτα, περί το μέγα και αδηφάγο εγώ που ορθώνεται ως κολοσσός πάνω σε πόδια παιδικά. Μα μέσα και πέρα απ' όλο αυτό το Beckett-ικό σκηνικό (Beckett στο καθιστικό) είναι πιστεύω η απώλεια της ιδιωτικότητας που επανέρχεται πάλι και πάλι, που καθορίζει τη γραφή εντελώς ουσιαστικά ως αβάσταχτο τίμημα. Είναι αυτή που κινεί δημιουργικά τον Βασίλη Αμανατίδη. Η ίδια απώλεια που θα μπορούσε να καταβαραθρώσει κάποιον άλλο, εδώ παράγει ένα σημαντικό έργο. Ο λόγος ανέρχεται εκ βάθους ανακουφιστικός, εξημερώνει το φόβο και προφυλάσσει από επιθέσεις θλίψεις. Φυλαχτά πρώτο, δεύτερο και τρίτο ονομάζει εξάλλου, σα ν' αποζητά στ' αλήθεια μια κάποια προστασία, τον Πρόλογο, το Ιντερμέδιο και τον Επίλογο που έχει βάλει ανάμεσα στις δυο ενότητες του βιβλίου, την “Παιδική Ηλικία” και την “Ηλικία Ενηλίκων”, οι οποίες ξεκινούν και τελειώνουν με ποιήματα του φόβου.
Κι ακόμα, μιαν ανάγνωση ως κρυφοκοίταγμα σχεδόν την προκαλεί ο ίδιος ο ποιητής που διαφημίζει με κάποιον τρόπο αυτήν του την ευχέρεια(;) να αντιστρέφει τα μύχια, την πρόθεσή του να τα τοποθετήσει σε μια υαλόφρακτη προθήκη με ένα, επίσης ποίημα, κείμενο στο πίσω εξώφυλλο της έκδοσης. Προσπαθεί εκεί a posteriori, αφού συντέλεσε την ιερή εκπόρνευση να προκαταβάλει a priori τον αναγνώστη - εν δυνάμει μύστη - και κάνοντας το πετυχαίνει επιπλέον να φανεί τρίτος. Σαν στυγνός εκδότης, κριτικός ή διεισδυτικός ψυχαναλυτής σχολιάζει πως πρόκειται για μια “γλυκόπικρη αναδρομή της παιδικής και, ως τώρα, ενήλικης ζωής του σε κομμάτια” κι ακόμα πως πρόκειται για “μελαγχολικές ιστορίες ενηλικίωσης μετά: για βουλιμικούς ευαίσθητους πολεμιστές των ορμονών.” Κι ίσως το σχολιάζει εξ αρχής μόνος του όχι για να μας προλάβει, όχι για να μας ρίξει στάχτη στα μάτια, αλλά - κι εδώ είναι το σπουδαίο - για να μας τραβήξει κοντά του σαν ένας κυνηγός σαρκοβόρων που για να τα αιχμαλωτίσει, τους πετάει κομμάτια της ίδιας του της σάρκας.
Κι ενώ αυτή η ακριβή εκμυστήρευση, ικανή να εκμαιεύσει τα ακριβά μας συναισθήματα, φαντάζει εκ πρώτης αυθόρμητη κι ίσως από αδυναμία εκφρασμένη, δεν της αφήνει κανένα περιθώριο να είναι τέτοια ο ακράδαντος ποιητικός λόγος του δημιουργού της. Είναι αληθινά μεγάλη η ένταση σ' αυτό το βιβλίο ανάμεσα στην εκμετάλλευση από τον ποιητή της ζωής του κι από τη ζωή του στην ποίηση. Είναι ζωή θυσιασμένη στο λόγο και λόγος ζωοδότης. Οι στίχοι μέσα στην αρτιότητά τους εμπεριέχουν την ίδια φροντίδα για την ρυθμική καλαισθησία τους με την φροντίδα για την απομύζηση των χυμών του.
“Και έμαθα: Δεν Υπάρχει Ψυχή. / Ακούγεται: Ψυχή Είναι Το Σώμα. / (- Παρόν!) / Ανεκτίμητη γνώση. / Η ψυχή πλουσιότερη τώρα / Πιστεύω εις…!/ Στα 12: οι πρώτες τρίχες./ Εκεί. (Μαύρο φωτοστέφανο και λάμπει) / Και: εκεί κι εκεί. / (Τα καρπούζια θ' ακουμπούνε πια σε χνούδι) / Μετά: στο πρόσωπο. / (Διαρκώς: διακορευμένοι πόροι) / Στα 14: στα πόδια. / (Ελπίζω οι πατούσες όχι)/ Στα 15: στήθος. / (Ζεσταίνεται Ιδρώνει η καρδιά μου ) 17, και τώρα: αποικία στην κοιλιά μου. / 19: αχ όχι / (τι κάθετο γκαζόν…) / στην πλάτη ανεπίτρεπτο / Πολύ τριχοφυής / Ανεκτίμητη γνώση. / Ψυχή πλουσιότερη τώρα… / Δαρβίνε / Πιστεύω και σε θεωρώ ικανόν! / Αρχή της επικάλυψης. / ( - Ελέγξτε δια της αφής) / Η πλούσια ψυχή μου / σε βιζόν”
Στον ποιητή Βασίλη Αμανατίδη και στο Τριαντατρία που είναι το τρίτο του βιβλίο, βρίσκω ένα ζωντανό δείγμα μιας, ας μου επιτραπεί, Δαρβινικής ποιητικής εξέλιξης. Από το υπό εξαφάνιση, κατά μιαν εκδοχή που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο υφέρπει, είδος των ποιητών καταφέρνει ένας εκπρόσωπος να αποκτήσει νέα χαρακτηριστικά, καίρια για την δική του επιβίωση αλλά που θα μπορούσαν να συμβάλουν και πέραν από την διαιώνιση του νέου είδους του και σε μιαν επιβίωση της ποίησης. Ο απομονωτικός ενδοροϊσμός της γραφής και της στάσης τους έναντι της γραφής, των αμέσως προηγούμενων ποιητών που διαφάνηκε από το '70 για να φτάσει έως την αφάνεια του '90, στην “αθέατη γενιά”, κατακρημνίζεται εκ των έσω (θα είχε μικρή αξία να σημειώσω εκ των υστέρων πως υπήρξε σημαντική διαφωνία μου για τη μέθοδο ανθολόγησης από τον Μανδραγόρα, να μην προσκληθούν δηλαδή ποιητές αλλά μόνο να ερευνηθεί το υλικό όσων θα είχαν ανταποκριθεί στην πρόσκληση - έτσι υπονομεύτηκε η ανθολογία αγνοώντας ποιητές όπως ο Βασίλης Αμανατίδης - αν και η Αγγελική Κωσταβάρα τον μνημονεύει στο εισαγωγικό δοκίμιό της). Διαφαίνεται λοιπόν πως μια επιστροφή στο μοντέρνο, στο νέο-μοντέρνο, καθώς η αυτό-ψυχανάλυση εκφράζεται ως προκλητικό πολυθέαμα, η ευαισθησία, ο λυγμός γίνεται κάτι μεταξύ rap και techno-pop, ο γλωσσικός αντικομφορμισμός , ο πειραματισμός παίρνει μια χροιά παιδικού παιχνιδιού και ο ποιητής γράφει ως διαφημιστής ελαφραίνοντας τα μέχρι πρότινος αβάσταχτα νοήματά του, διαφαίνεται λοιπόν πως μέσα από τέτοιους δρόμους υπάρχει κάποιο μέλλον και για την ποίηση. Και γι' αυτό το μέλλον ο Βασίλης Αμανατίδης αποτελεί πολύτιμο προπομπό.
“και σαν είδε χνούδι να σκεπάζει τον αφαλό του/ βρήκε πως πάλιωσε απ' τη στιγμή του λώρου/ Είπε, για το καλό του, να πάψουν αυτά τα γηρατειά/ - κι έλαμψε λευκός παντού/ Αναρωτήθηκε αν είναι ένδειξη Ευαγγελισμού/ Μα δεν είδε κρίνα πουθενά”.