Μαρία Στασινοπούλου: "Το μυστήριο της ζωής και του θανάτου"


Μια γυναίκα που την λένε Ερημιά, και ένα κείμενο ζωής και θανάτων ντυμένο το ποιητικό πλαίσιο του ρυθμού, είναι το πρώτο, βραβευμένο από το περιοδικό Διαβάζω, μυθιστόρημα του Γιώργου Παναγιωτίδη.  Ποιητή στα πρώτα του φανερώματα και κριτικού στη συνέχεια. Η ερωτευμένη παράφορα Ερημιά (χαροκαμένη και στερημένη τη ζωή) κυνηγά να προφτάσει τον Ιωάννη-Αληθινό (με ειρωνική χροιά το προσωνύμιο), έναν άνδρα που αγάπησε, και τον έχασε την ημέρα που αποφάσισε να του ομολογήσει τον έρωτά της. Ένα βιβλίο για τις ζωές τριών περίεργων αγίων (που «βίωσαν το ύστατο πένθος της θνησιμότητάς τους», βγήκαν από το σώμα τους και επιστρέφοντας στη γη κάνουν περίεργα πράγματα, ίσως και θαύματα) είναι ο συνδετικός κρίκος της Ερημιάς με τον Ιωάννη. Ένας παπάς, που παραδέρνει ανάμεσα σε πλάσματα της φαντασίας και εικόνες της πραγματικότητας, συνταξιδεύει με την Ερημιά και ταυτόχρονα αφηγείται και περιγράφει το βιβλίο που διαβάζουμε και που συνέδεσε τους ήρωές του: «Πήγαινε λοιπόν ο σιδηρόδρομος, πήγαινε το τρένο μέσα στο θολό τοπίο και ταυτόχρονα στεκότανε μέσα στις σελίδες κι εμείς εκεί κι εδώ, επιβάτες του τρένου και του βιβλίου συνάμα, σκεφτόμαστε κι όπως κι όπως πηγαίναμε ίδια γραφότανε κι η ασήμαντη ζωή μας» (σελ. 19). Εναλλαγή ονείρου και πραγματικότητας, μυθοπλαστικού υλικού και ολοκληρωμένου κειμένου. Ένα βιβλίο που γράφεται και διαβάζεται συγχρόνως. Που καθώς το διαβάζεις, παρακολουθείς και την πορεία της γραφής του. Ο παπάς-αφηγητής άλλοτε σε πρώτο πρόσωπο και άλλοτε σε τριτοπρόσωπη γραφή, αφηγείται και πρωταγωνιστεί στα τεκταινόμενα, παρατηρεί και συμμετέχει. Και μη ρωτήσετε πώς, δεν ωφελεί. Θυμηθείτε τα παιδιά απέναντι στα παραμύθια. Τα παράλληλα ή αντίθετα: ύπνος-θάνατος, όνειρο-πραγματικότητα, ορατό-αόρατο, νους-φαντασία, πνεύμα-οπτασία. Το ταξίδι του θανάτου, της άρνησης και της προδοσίας, του έρωτα και της εγκατάλειψης, της ερημιάς και της ζωής, του αρσενικού και του θηλυκού (που μόνοι τους χώρια και αντικρίστε πορεύονται σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας) είναι τα δημιουργικά νήματα του Γιώργου Παναγιωτίδη. Έρωτες ανίεροι, παραμυθικά στοιχεία και ομηρικά κατεβάσματα στον Άλλον Κόσμο μπλέκονται στο αφηγηματικό κουβάρι και ξετυλίγονται με μαεστρία.
    Όλοι σε κάποια φάση της ζωής μας, ψάχνουμε για ένα Θεό, ψάχνουμε για ένα σωτήρα διαμεσολαβητή, ψάχνουμε για έναν Άγιο. Τον επινοούμε, τον κυνηγάμε, τον ικετεύουμε. Με δεδομένη την έλλειψη του γέλιου, της χαράς από τον χριστιανισμό και την τέχνη του, στις σελίδες του βιβλίου επιχειρείται ένας έλεγχος της χριστιανικής θρησκείας και πίστης. Συμφύρονται η αγιοσύνη με την απόλυτη αμαρτία, οι άγγελοι και οι δαίμονες, τα ορατά και τα αόρατα, τα επιτρεπτά και τα ανεπίτρεπτα. Ένας έρωτας που για άλλον προορίζεται και αλλού καταλήγει. Μια αγάπη που προσφέρεται και την αρνιούνται. Μια ύβρης μεγαλειώδης στην ασημαντότητά της. Με θητεία στον Όμηρο και τις γραφές, στο δημοτικό τραγούδι (παραλογές κυρίως) και στον Κάφκα, ο Παναγιωτίδης δεν διστάζει να παραπέμψει, φανερά ή υποδόρια. 
    Οι τίτλοι των κεφαλαίων θυμίζουν τη βιβλική τους προέλευση και νοηματοδοτούν την πορεία της αφήγησης.  Αναφέρω ενδεικτικά: «Η αρχή του κόσμου» (το όνειρο και το ταξίδι), «Το βιβλίο» (αφορμή ζωής, γνώσης και πλάνης), «οι Άγιοι» (αυτοί που μίλησαν με τον Θεό και «στάθηκαν για λίγο στη θύρα του θανάτου»), «Η Ερημιά» (που έζησε το θανατικό από μικρή και βουτήχτηκε στη θλίψη. συγκατοικεί με τους νεκρούς μέχρι που αποφάσισε να αδειάσει «σχεδόν το σπίτι από την ψυχή του»), «Ο Έρωτας» (που έρχεται, ανατροπέας μέγας, εκεί που δεν τον περιμένεις). Στο κεφάλαιο με τον Χείρωνα, τον Κένταυρο γιο του Κρόνου, όπου η ειδωλολατρία αντιμάχεται τον χριστιανισμό, ο καλπάζων θρησκευτικός σκεπτικισμός χρειαζόταν να τιθασευτεί λίγο από τον συγγραφέα, για να αποφευχθεί ή έστω και ηθελημένη απλοϊκότητα.
    Ιδιαίτερα σχολιάστηκε από την κριτική η έκπληξη του τέλους. Η εντύπωσή μου είναι ότι δεν πρόκειται για έκπληξη. Από την αρχή ο Παναγιωτίδης προϊδεάζει για την πιθανή εξέλιξη της ταυτότητας των προσώπων του. η σύγχυση ταυτοτήτων και η παραλληλία στα ζητούμενα των ηρώων βάζει σε υποψία τον αναγνώστη. Ήμουν περίπου σίγουρη για το ποιος ήταν ο Ιωάννης και ποια σχέση τον συνέδεε με τον ιερέα-αφηγητή και με την Ερημιά (άλλοτε ως κύριο όνομα και άλλοτε ως προσηγορικό). Αυτό όμως καθόλου δεν μείωσε τη επιθυμία μου να ολοκληρώσω την ανάγνωση και να απολαύσω τη γοητεία που αυτή που παρείχε.
    Λογοτεχνία γίνεται αυτό που συμβαίνει και αυτό που θα μπορούσε να έχει συμβεί ή να μην συμβεί ποτέ, αν δεν υπάρξει ένας άνθρωπος προικισμένος, ικανός να το επισημάνει, να το απομονώσει, να το παρατηρήσει, να το εντάξει σε ένα οργανικό σύνολο και κυρίως να το αφηγηθεί με τέχνη, ικανότητα που διαθέτει ο Γιώργος Παναγιωτίδης.  

Μαρία Στασινοπούλου 
πηγή:  περιοδικό «Εντευκτήριο», τεύχος 81