Παρουσίαση του "Ερώτων και αοράτων" του Γιώργου Παναγιωτίδη, στην πρώτη συνάντηση Ελλήνων πεζογράφων στην Πάτρα (10/10/08)
Πρόκειται για μια ιστορία δρόμου, μυητικού ταξιδιού κι αναζήτησης. Ουδεμία όμως γραφικότητα. Το τοπίο είναι σκοτεινό και συννεφιασμένο από την πρώτη σελίδα, όπου ο αφηγητής, αφυπνίζεται από ένα ζοφερό όνειρο για να βρει μια εξίσου ζοφερή πραγματικότητα. «Εμπρός το τρένο έμπαινε σε έναν κόσμο σκοτεινό με δέντρα που τ’ άκουγες να πυκνώνουν. Πήγαινε κάτω από τα γκρίζα σύννεφα τ’ ουρανού και μέσα στο δικό του σύννεφο τυλιγμένο, αυτό που έβγαινε ακατάπαυστα από τα μεταλλικά του σπλάχνα και το τύλιγαν μετά τα γύρω δέντρα».
Το πρώτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος έχει τον τίτλο : «Η αρχή του κόσμου». Είναι φανερό ότι ο Παναγιωτίδης εμπλέκει εξ αρχής τον αναγνώστη στο παιχνίδι του. Δεν είναι μια ιστορία ταξιδιού, έστω σε ασυνήθιστα τοπία με ασυνήθιστους ανθρώπους, αλλά σε έναν άλλο κόσμο, σε ένα λαβύρινθο νεκρομαντείου, εξ’ ού και το σκοτεινό δάσος όπως στην αρχή της «Θείας Κωμωδίας». Το ζητούμενο λοιπόν είναι αν αυτός ο κόσμος είναι ο πραγματικός ή όχι. Μέχρι το τέλος που ανακαλύπτουμε τι ήταν αυτό το ταξίδι οι ήρωές του ακροβατούν ανάμεσα σε αντιθέσεις, ανά πάσα στιγμή κινδυνεύουν να γκρεμοτσακιστούν από τις αντιφάσεις τους. Θεολαγνεία αλλά και ασέβεια. Σεξουαλισμός αλλά και εγκράτεια. Μεγαλοστομία αλλά και αυτοσαρκασμός. Μαγικό παραμύθι αλλά και ακράτητη θεοσοφία.
Τι συμβαίνει σε αυτή την συνεχώς αυτοαναιρούμενη ιστορία; Στο κουπέ του τρένου συνταξιδεύουν ο αόρατος αφηγητής με μια σαραντάρα ερείπιο ονόματι Ερημιά που μυρίζει θάνατο, κήδεψε γονείς και αδερφό και μόνη κι έρημη γυρεύει να βρει τον μανικό έρωτά της, τον Ιωάννη. Αυτός ένας υπάλληλος βιβλιοπωλείου, νόθος γιος μάνας πόρνης και λωλής προ τριημέρου ξεκίνησε να βρει τρεις ασκητές , αναχωρητές που λέγεται πως είχαν αντικρίσει το θάνατο και επανήλθαν σοφοί, υποτίθεται, από το διαφωτισμό. Γυρεύει ο Ιωάννης να μάθει το μυστήριο του άφευκτου θανάτου. Τι είναι το επέκεινα; Γι’ αυτό εξηφανίσθη Η γυναίκα αναζητεί τον Ιωάννη για κάτι πιο γήινο, να κολάσει επιτέλους τη σάρκα της μαζί του. Ο αφηγητής είναι ρασοφόρος του ιερατείου, βασανίζεται κι αυτός για την ύπαρξη ή μη του Θεού. Στη διαδρομή εμφανίζεται και εξαφανίζεται κατά το δοκούν κι ένας μονόφθαλμος παρίας γέροντας, ψηλόλιγνος, μεθύστακας, με λόγο μυστικού καθοδηγεί σιβυλλικά τον αφηγητή και εν γένει το μύθο του βιβλίου ως προς τις διαδρομές, τα κρησφύγετα, υπαρκτά ή συμβολικά, των ασκητών.
Το ταξίδι περνά μέσα από τούνελ ονείρου. Ανεβαίνει σε ορεινό χωριό με πενθούντες, με ένα παλαιικό χάνι, επίκεντρο της ελάχιστης κοσμικής ζωής του, κατεβαίνει σε ψαροχώρι και καταλήγει σε νησί που κι αυτό πενθεί νεκρό Παντού λοιπόν θάνατος. Οι δυο ασκητές ανακαλύπτονται από τον αφηγητή. Έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Τη λαχτάρα της μήτρας της μάνας τους. (Εκεί επανέρχονται όλοι άραγε με το θάνατο;) Ο ένας είναι ανέραστος, έρημος του βουνού. Ο άλλος ομοφυλόφιλος και αιμομίκτης. Και οι δυο ασκητές είναι σχεδόν σαμάνοι. Καμία σχέση με πιστούς του ορθόδοξου ιερατείου. Πηγαίνουν πίσω ακόμη κι από την Πλατωνική Θεολογία. Για όλα αυτά βεβαίως δε σοβαρολογεί πάντα το μυθιστόρημα. Εννοείται πως σαρκάζει.
Ωστόσο η γοητεία του απρόβλεπτου παραμένει και θα ήταν πιο ισχυρή αν δεν πύκνωναν, ίσως πάνω από το μέτρο, οι ψυχαναλυτικού τύπου συμβολισμοί για τους έρωτες και οι μυστικιστικές Θεοσοφίες για τους αόρατους Το τέλος του βιβλίου σ’ ένα παραθαλάσσιο πανδοχείο έχει εκπλήξεις που μετατρέπουν το ταξίδι σε μεταφυσικό θρίλερ. Αιωρείται το ερώτημα, αν το ταξίδι αυτό ήταν το μεταθανάτιο τριήμερο ταξίδι, που κατά τις μονοθεϊστικές θρησκείες κάνει η ψυχή μέχρι να βρει τον οριστικό της κατάλυμα στο επέκεινα ή ήταν όνειρο ταραχώδους ύπνου σε μακρόσυρτη διαδρομή τρένου . Αυτό, μαζί με τις εικόνες μπαρόκ των τοπίων, των ερημικών εκκλησιών, του δάσους, με ένα κένταυρο ειδωλολάτρη ξαναζωντανεμένο ως περσόνα του ενός ασκητή, της θάλασσας μέσα σε ομίχλη που θυμίζουν εικόνες σύγχρονου φιλοσοφικού ανατολικού στοχασμού, δένουν το μυθιστόρημα με αισθητικές αναζητήσεις της εποχής μας κι έτσι επ ουδενί είναι παλιομοδίτικο.
Η γλώσσα, βιβλική και υποβλητική με συνεχείς μεταφορές (μερικές επαναλαμβανόμενες συνέχεια) μαρτυρούν την ποιητική παιδεία του Παναγιωτίδη. Η επιρροή από την προφορικότητα των κειμένων μυστικών και της βίβλου (που υποσκάπτεται) είναι επίσης εμφανής . Και όπως ανατρέπεται συνεχώς το κάθε τι, το βιβλίο δεν προτείνει τίποτα ως απολύτως αληθές . Έτσι αφορά και τον άθεο που ψάχνει τον Θεό από την πίσω πόρτα και τον πιστό που γυρεύει την πόρτα εξόδου. Λέγεται πως οι αναζητούντες συνεχώς τον Θεό καταλήγουν στο τέλος στον αγνωστικισμό κι αυτό είναι σύμπτωμα της αγωνίας πολλών πραγματικών ιερωμένων. Το σύμπτωμα αυτό κατέχει και τον αφηγητή. Στο ταξίδι δε βρίσκει το Θεό. Όπως και η γυναίκα δε βρίσκει τον Ιωάννη . Κι αυτή αμφισβητεί με τον τρόπο της τον Θεό με τα ίδια διαχρονικά επιχειρήματα της Αθεΐας: Πως είναι δυνατόν να είναι δημιουργός ενός κόσμου άδικου κοινωνικά και μιας άδικης φύσης με το θάνατο ως τη μεγαλύτερη αδικία.
Από τον Καζαντζάκη και μετά παρόμοιοι προβληματισμοί έπαψαν να απασχολούν την πεζογραφία μας. Τα μεταφυσικά και τα περί θρησκείας εξαντλούνται σε παρωδίες των ιερατείων. Ο Παναγιωτίδης μπαίνει στον σκοτεινό πυρήνα της εξουσίας της θρησκείας στη διαχείριση του «θανάτου». Ξεκίνησε άλλωστε ως ποιητής, από την Αλεξανδρούπολη, όπου μια ομάδα ποιητών προσπαθεί από εικοσαετίας να βρει αναγνωρίσιμο στίγμα στην ποίηση. Τα θέματα του βιβλίου του, η γλώσσα του, απασχολούν και τις ποιητικές του συλλογές. Με το πρώτο του μυθιστόρημα, όμως, πέτυχε ποιοτικό άλμα. Ένα βιβλίο εκτός συρμού και παρά την κουραστική ενίοτε επανάληψη νοημάτων και μεταφορών αναγκάζει τον αναγνώστη να γυρίσει πίσω, να διαβάσει αργά, όπως στα ποιήματα.
Η ηρωίδα του μυθιστορήματος είναι μια σύγχρονη ηρωίδα τραγωδίας Άνθρωπος λαϊκός, που θα μπορούσε να διεκτραγωγεί με κοινοτυπίες τη ζωή της στα κανάλια, περιβάλλεται από τον Παναγιωτίδη με γλώσσα βίβλου σαν τις μεσολογγίτισσες του Διονυσίου Σολωμού ή όπως επένδυε με Μπαχ ο Παζολίνι τις περιθωριακές ηρωίδες του. Υπάρχουν στιγμές υψηλής ποίησης στο μυθιστόρημα. Όπως η νέκυια μεταξύ κόρης και πεθαμένης μάνας. Εδώ είναι καθοδηγός ο Κάλβος με την ωδή στο θάνατο.
Μεταξύ άλλων λέει η μάνα: «Έλα να κάτσεις στα πόδια μου να σε ταχταρίσω όπως παλιά και να φιλήσω τα χεράκια σου που μου κάνανε αγκαλιές και χάδια όταν σ’ ανάθρεψα, όταν ετραβολόγαγαν τους δυο μαστούς μου και γέλαγα καθώς γέμιζες το στοματάκι σου με το γάλα μου, νέκταρ και αμβροσία».
Τότε: «παραδομένη σε τούτα τα καλέσματα, έγειρε η Ερημιά σαν παιδί βυζανιάρικο στο στήθος της κι έκλεισε τα μάτια της μ’ ένα ανασασμό, που τράβηξε από μέσα της το συνοδό της πόνο. Έχω εσένα, μάνα μου της απάντησε, κι όσο ζω θα δέρνεσαι μαζί μου πάνω σ’ αυτή τη γη, κι εγώ απ’ την αγάπη σου θα τρέφομαι, να στέκομαι στα δυο μου πόδια, και θα’ σαι και ουρανός και γη για μένα, και με τα λόγια αυτά ησύχασε η μάνα της και σαν να χαμογέλασαν τα σκοτεινά της μάτια. Τώρα θα φύγω, της είπε μετά με τόνο κατευναστικό, να μη τη συνεπάρει φόβος, τη φίλησε στο μέτωπο κι έκλεισε πίσω της την πόρτα του παραδείσου».
Πρόκειται για μια ιστορία δρόμου, μυητικού ταξιδιού κι αναζήτησης. Ουδεμία όμως γραφικότητα. Το τοπίο είναι σκοτεινό και συννεφιασμένο από την πρώτη σελίδα, όπου ο αφηγητής, αφυπνίζεται από ένα ζοφερό όνειρο για να βρει μια εξίσου ζοφερή πραγματικότητα. «Εμπρός το τρένο έμπαινε σε έναν κόσμο σκοτεινό με δέντρα που τ’ άκουγες να πυκνώνουν. Πήγαινε κάτω από τα γκρίζα σύννεφα τ’ ουρανού και μέσα στο δικό του σύννεφο τυλιγμένο, αυτό που έβγαινε ακατάπαυστα από τα μεταλλικά του σπλάχνα και το τύλιγαν μετά τα γύρω δέντρα».
Το πρώτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος έχει τον τίτλο : «Η αρχή του κόσμου». Είναι φανερό ότι ο Παναγιωτίδης εμπλέκει εξ αρχής τον αναγνώστη στο παιχνίδι του. Δεν είναι μια ιστορία ταξιδιού, έστω σε ασυνήθιστα τοπία με ασυνήθιστους ανθρώπους, αλλά σε έναν άλλο κόσμο, σε ένα λαβύρινθο νεκρομαντείου, εξ’ ού και το σκοτεινό δάσος όπως στην αρχή της «Θείας Κωμωδίας». Το ζητούμενο λοιπόν είναι αν αυτός ο κόσμος είναι ο πραγματικός ή όχι. Μέχρι το τέλος που ανακαλύπτουμε τι ήταν αυτό το ταξίδι οι ήρωές του ακροβατούν ανάμεσα σε αντιθέσεις, ανά πάσα στιγμή κινδυνεύουν να γκρεμοτσακιστούν από τις αντιφάσεις τους. Θεολαγνεία αλλά και ασέβεια. Σεξουαλισμός αλλά και εγκράτεια. Μεγαλοστομία αλλά και αυτοσαρκασμός. Μαγικό παραμύθι αλλά και ακράτητη θεοσοφία.
Τι συμβαίνει σε αυτή την συνεχώς αυτοαναιρούμενη ιστορία; Στο κουπέ του τρένου συνταξιδεύουν ο αόρατος αφηγητής με μια σαραντάρα ερείπιο ονόματι Ερημιά που μυρίζει θάνατο, κήδεψε γονείς και αδερφό και μόνη κι έρημη γυρεύει να βρει τον μανικό έρωτά της, τον Ιωάννη. Αυτός ένας υπάλληλος βιβλιοπωλείου, νόθος γιος μάνας πόρνης και λωλής προ τριημέρου ξεκίνησε να βρει τρεις ασκητές , αναχωρητές που λέγεται πως είχαν αντικρίσει το θάνατο και επανήλθαν σοφοί, υποτίθεται, από το διαφωτισμό. Γυρεύει ο Ιωάννης να μάθει το μυστήριο του άφευκτου θανάτου. Τι είναι το επέκεινα; Γι’ αυτό εξηφανίσθη Η γυναίκα αναζητεί τον Ιωάννη για κάτι πιο γήινο, να κολάσει επιτέλους τη σάρκα της μαζί του. Ο αφηγητής είναι ρασοφόρος του ιερατείου, βασανίζεται κι αυτός για την ύπαρξη ή μη του Θεού. Στη διαδρομή εμφανίζεται και εξαφανίζεται κατά το δοκούν κι ένας μονόφθαλμος παρίας γέροντας, ψηλόλιγνος, μεθύστακας, με λόγο μυστικού καθοδηγεί σιβυλλικά τον αφηγητή και εν γένει το μύθο του βιβλίου ως προς τις διαδρομές, τα κρησφύγετα, υπαρκτά ή συμβολικά, των ασκητών.
Το ταξίδι περνά μέσα από τούνελ ονείρου. Ανεβαίνει σε ορεινό χωριό με πενθούντες, με ένα παλαιικό χάνι, επίκεντρο της ελάχιστης κοσμικής ζωής του, κατεβαίνει σε ψαροχώρι και καταλήγει σε νησί που κι αυτό πενθεί νεκρό Παντού λοιπόν θάνατος. Οι δυο ασκητές ανακαλύπτονται από τον αφηγητή. Έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Τη λαχτάρα της μήτρας της μάνας τους. (Εκεί επανέρχονται όλοι άραγε με το θάνατο;) Ο ένας είναι ανέραστος, έρημος του βουνού. Ο άλλος ομοφυλόφιλος και αιμομίκτης. Και οι δυο ασκητές είναι σχεδόν σαμάνοι. Καμία σχέση με πιστούς του ορθόδοξου ιερατείου. Πηγαίνουν πίσω ακόμη κι από την Πλατωνική Θεολογία. Για όλα αυτά βεβαίως δε σοβαρολογεί πάντα το μυθιστόρημα. Εννοείται πως σαρκάζει.
Ωστόσο η γοητεία του απρόβλεπτου παραμένει και θα ήταν πιο ισχυρή αν δεν πύκνωναν, ίσως πάνω από το μέτρο, οι ψυχαναλυτικού τύπου συμβολισμοί για τους έρωτες και οι μυστικιστικές Θεοσοφίες για τους αόρατους Το τέλος του βιβλίου σ’ ένα παραθαλάσσιο πανδοχείο έχει εκπλήξεις που μετατρέπουν το ταξίδι σε μεταφυσικό θρίλερ. Αιωρείται το ερώτημα, αν το ταξίδι αυτό ήταν το μεταθανάτιο τριήμερο ταξίδι, που κατά τις μονοθεϊστικές θρησκείες κάνει η ψυχή μέχρι να βρει τον οριστικό της κατάλυμα στο επέκεινα ή ήταν όνειρο ταραχώδους ύπνου σε μακρόσυρτη διαδρομή τρένου . Αυτό, μαζί με τις εικόνες μπαρόκ των τοπίων, των ερημικών εκκλησιών, του δάσους, με ένα κένταυρο ειδωλολάτρη ξαναζωντανεμένο ως περσόνα του ενός ασκητή, της θάλασσας μέσα σε ομίχλη που θυμίζουν εικόνες σύγχρονου φιλοσοφικού ανατολικού στοχασμού, δένουν το μυθιστόρημα με αισθητικές αναζητήσεις της εποχής μας κι έτσι επ ουδενί είναι παλιομοδίτικο.
Η γλώσσα, βιβλική και υποβλητική με συνεχείς μεταφορές (μερικές επαναλαμβανόμενες συνέχεια) μαρτυρούν την ποιητική παιδεία του Παναγιωτίδη. Η επιρροή από την προφορικότητα των κειμένων μυστικών και της βίβλου (που υποσκάπτεται) είναι επίσης εμφανής . Και όπως ανατρέπεται συνεχώς το κάθε τι, το βιβλίο δεν προτείνει τίποτα ως απολύτως αληθές . Έτσι αφορά και τον άθεο που ψάχνει τον Θεό από την πίσω πόρτα και τον πιστό που γυρεύει την πόρτα εξόδου. Λέγεται πως οι αναζητούντες συνεχώς τον Θεό καταλήγουν στο τέλος στον αγνωστικισμό κι αυτό είναι σύμπτωμα της αγωνίας πολλών πραγματικών ιερωμένων. Το σύμπτωμα αυτό κατέχει και τον αφηγητή. Στο ταξίδι δε βρίσκει το Θεό. Όπως και η γυναίκα δε βρίσκει τον Ιωάννη . Κι αυτή αμφισβητεί με τον τρόπο της τον Θεό με τα ίδια διαχρονικά επιχειρήματα της Αθεΐας: Πως είναι δυνατόν να είναι δημιουργός ενός κόσμου άδικου κοινωνικά και μιας άδικης φύσης με το θάνατο ως τη μεγαλύτερη αδικία.
Από τον Καζαντζάκη και μετά παρόμοιοι προβληματισμοί έπαψαν να απασχολούν την πεζογραφία μας. Τα μεταφυσικά και τα περί θρησκείας εξαντλούνται σε παρωδίες των ιερατείων. Ο Παναγιωτίδης μπαίνει στον σκοτεινό πυρήνα της εξουσίας της θρησκείας στη διαχείριση του «θανάτου». Ξεκίνησε άλλωστε ως ποιητής, από την Αλεξανδρούπολη, όπου μια ομάδα ποιητών προσπαθεί από εικοσαετίας να βρει αναγνωρίσιμο στίγμα στην ποίηση. Τα θέματα του βιβλίου του, η γλώσσα του, απασχολούν και τις ποιητικές του συλλογές. Με το πρώτο του μυθιστόρημα, όμως, πέτυχε ποιοτικό άλμα. Ένα βιβλίο εκτός συρμού και παρά την κουραστική ενίοτε επανάληψη νοημάτων και μεταφορών αναγκάζει τον αναγνώστη να γυρίσει πίσω, να διαβάσει αργά, όπως στα ποιήματα.
Η ηρωίδα του μυθιστορήματος είναι μια σύγχρονη ηρωίδα τραγωδίας Άνθρωπος λαϊκός, που θα μπορούσε να διεκτραγωγεί με κοινοτυπίες τη ζωή της στα κανάλια, περιβάλλεται από τον Παναγιωτίδη με γλώσσα βίβλου σαν τις μεσολογγίτισσες του Διονυσίου Σολωμού ή όπως επένδυε με Μπαχ ο Παζολίνι τις περιθωριακές ηρωίδες του. Υπάρχουν στιγμές υψηλής ποίησης στο μυθιστόρημα. Όπως η νέκυια μεταξύ κόρης και πεθαμένης μάνας. Εδώ είναι καθοδηγός ο Κάλβος με την ωδή στο θάνατο.
Μεταξύ άλλων λέει η μάνα: «Έλα να κάτσεις στα πόδια μου να σε ταχταρίσω όπως παλιά και να φιλήσω τα χεράκια σου που μου κάνανε αγκαλιές και χάδια όταν σ’ ανάθρεψα, όταν ετραβολόγαγαν τους δυο μαστούς μου και γέλαγα καθώς γέμιζες το στοματάκι σου με το γάλα μου, νέκταρ και αμβροσία».
Τότε: «παραδομένη σε τούτα τα καλέσματα, έγειρε η Ερημιά σαν παιδί βυζανιάρικο στο στήθος της κι έκλεισε τα μάτια της μ’ ένα ανασασμό, που τράβηξε από μέσα της το συνοδό της πόνο. Έχω εσένα, μάνα μου της απάντησε, κι όσο ζω θα δέρνεσαι μαζί μου πάνω σ’ αυτή τη γη, κι εγώ απ’ την αγάπη σου θα τρέφομαι, να στέκομαι στα δυο μου πόδια, και θα’ σαι και ουρανός και γη για μένα, και με τα λόγια αυτά ησύχασε η μάνα της και σαν να χαμογέλασαν τα σκοτεινά της μάτια. Τώρα θα φύγω, της είπε μετά με τόνο κατευναστικό, να μη τη συνεπάρει φόβος, τη φίλησε στο μέτωπο κι έκλεισε πίσω της την πόρτα του παραδείσου».