Alberto Galvez |
Το
φορτηγό πλησίαζε το μέσον της πόλεως αφού είχαν παρέλθει τουλάχιστο τρεις ώρες
διαδρομής. Η κίνησή του ήταν ιδιαιτέρως δύσκολη τόσο λόγω του τεραστίου
μεγέθους του Φορτίου όσο και λόγω του πολύπλοκου κυκλοφοριακού σχεδιασμού της
πόλεως, με πολλούς μονόδρομους, ασυγχρόνιστους σηματοδότες, αναρίθμητες
επιβαρημένες διασταυρώσεις, έργα επί των οδών και διπλοσταθμευμένα οχήματα.
Κυρίως όμως από ενός σημείου κι έπειτα το πρόβλημα της κινήσεως του φορτηγού
ήταν η συσσώρευση των ανθρώπων, αδημονούντων και περιέργων, εκατέρωθεν των οδών
της διέλευσης του Φορτίου. Πρώτοι οι διαβάτες ξεχνούσαν να περάσουν απέναντι,
έπειτα οι περαστικοί παρέμεναν αδιαφορώντας για τον προορισμό τους, οι
καταστηματάρχες εγκατέλειπαν τα καταστήματά τους στο έλεος ληστών και τέλος οι
ένοικοι κατέρχονταν συνεχώς περισσότεροι σε συνεχώς ογκούμενες συναθροίσεις,
πέρα των ρείθρων συνεχώς ενδότερα στις οδούς. Ως ρόχθος οι φωνές τους συνόδευαν
την έλευση του φορτίου καθώς περνούσε. Ύστερα τα πλήθη των δύο πλευρών
ενώνονταν κι ακολουθούσαν το Φορτίο ενώ τα οχήματα ακινητοποιούνταν το ένα μετά
το άλλο και οι οδηγοί τους εξέρχονταν αλλοπαρμένοι κι αυτοί απ' αυτόν τον
ερχομό.
Το
Φορτίο σαν ν’ απολάμβανε τη μάζα, αναπαυόταν μεγαλοπρεπέστατο σε μέγεθος και
σχήμα, σκεπασμένο με λευκό ύφασμα, χωρίς ν’ αφήνει περιθώριο σε κανέναν να
υπονοήσει κάτι απ' αυτό, μορφή, περιεχόμενο, οσμή ή άλλο διακριτικό. Οι κάμερες
των τηλεοπτικών συνεργείων, που από ώρες πλέον ανεβοκατέβαιναν στερεωμένες στα
πολύσπαστά τους κι ανηλεώς πλησίαζαν επικεντρώνοντας τον πολυσύνθετο φακό τους
σε κάθε πιθανή ταλαιπωρία του υφάσματος, σχίσιμο ή χαλαρή ραφή, διόλου δε
βοήθησαν, ενώ οι δημοσιογράφοι επέτειναν τη σύγχυση με φανταστικές περιγραφές
του Φορτίου και μ’ ερμηνείες ειδημόνων που ισχυρίζονταν πως γνώριζαν περί του
Φορτίου χωρίς να ξέρουν το ελάχιστο. Η αλήθεια ήταν πως ακροατές δεν υπήρχαν
πια ούτε θεατές εμπρός στις οθόνες των δεκτών τους.
Το
Φορτίο λίγο απείχε από το σημείο εκείνο όπου οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι της
πόλεως είχαν ήδη συναρμολογήσει μια πρόχειρη εξέδρα για το καλωσόρισμα όπως
όριζε το πρωτόκολλο και δοκίμαζαν εν τάχει μικροφωνικές εγκαταστάσεις και
λόγους που μόλις είχαν συγγράψει. Ότι είχαν προλάβει να ετοιμάσουν τα
στοιχειώδη, αφού το Φορτίο εμφανίστηκε αιφνιδίως τη συγκεκριμένη εκείνη ημέρα.
Βεβαίως το περίμεναν μα δεν ήξεραν πότε και πολλοί από τους κατοίκους της
πόλεως είχαν κιόλας αμφισβητήσει από έτη τον ερχομό του, καθώς οι διηγήσεις των
παλαιοτέρων ακούγονταν ως μύθοι εν μέρει και οι νεότεροι σπανίως πλέον μιλούσαν
ή έγραφαν γι' αυτό. Μ’ όλα ταύτα οι περισσότεροι δεν είχαν πάψει να ελπίζουν
για τον ερχομό αυτό ενώ όλο και κάποιο αφιέρωμα των μέσων ενημέρωσης υποδαύλιζε
την πίστη τους. Έτσι οι αντιδράσεις τους στο άκουσμα του ερχομού, στη θέαση
επιτέλους του ίδιου του Φορτίου, συχνά περνούσαν τα όρια του ενθουσιασμού.
Κάποιοι κατέσχιζαν τα ρούχα τους, ενώ άλλοι γρονθοκοπούσαν το στήθος τους ή
τραβούσαν τα μαλλιά τους με ορθάνοιχτα τα μάτια τους και το στόμα τους ανοιχτό
σ' ένα διαρκές επιφώνημα. Πολλοί ήταν που πηδούσαν ως ελατήρια ή σκαρφάλωναν σε
δέντρα, οχήματα σταθμευμένα ή πλάτες άλλων. Αρκετοί ποδοπάτησαν για να
προηγηθούν κι όσοι ποδοπατήθηκαν δεν εμποδίστηκαν από τα κατάγματα ή τις
εξαρθρώσεις να συμμετάσχουν στην υποδοχή.
Κάποτε
το Φορτίο έφτασε εμπρός από την εξέδρα. Το φορτηγό έσβησε τη μηχανή του και το
πλήθος σώπασε. Απ’ άκρη σ’ άκρη, τίποτα πια δεν ακουγόταν. Οι εκλεγμένοι
εκπρόσωποι αμίλητοι με δέος κοιτούσαν το Φορτίο που σαν να τους κοιτούσε κι
αυτό. Ο πρώτος τη τάξει, περί την δεκάτη πρωινή, τέσσερις ώρες από την είσοδο
του Φορτίου στην πόλη, κοίταξε τις σημειώσεις του κι άνοιξε το στόμα του. Το
φορτηγό βρυχήθηκε μία φορά. Το Φορτίο σαν να κουνήθηκε λίγο από τη θέση του και
αυτό ήταν μόνο η αρχή.