Ερώτων και αοράτων, Γαβριηλίδης, 2007
Γιώργου Παναγιωτίδη
Ο Γιώργος Παναγιωτίδης κατάγεται από την ποίηση. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Ρύνια, Τα δύο όλα και Δι’ οδών (εκδ. Μανδραγόρας).
Η πρώτη απόπειρά του στον πεζό λόγο είναι ακριβώς αυτό που λέει ο τίτλος : ερώτων και αοράτων. Και θανάτου θα έλεγα. Όπου αοράτων διάβαζε οραμάτων. Η ζωή των ηρώων είναι συνέπεια θανάτου, βάρος θανάτου. Έρχονται στη ζωή με ένα θάνατο (της μητέρας) ή σφραγίζεται η ζωή τους από το θάνατο αγαπημένου ή αγαπημένων προσώπων. Πουθενά δεν υπάρχει γέννηση που να προέρχεται από τους ήρωες της αφήγησης. Σημαδεμένοι με τέτοια μοίρα τα πρόσωπα πέφτουν κάποια στιγμή της ζωής τους σε έρωτα περίεργο, σκοτεινό, ακατανόητο, σαν το αντίδοτο στο πένθος τους.
Το μυθιστόρημα(1) να διαβαστεί με φόντο εκείνη τη λευκή γραμμή που διαχωρίζει το πραγματικό από το νοητό, το λογικό από το υπέρλογο, τη ζωή από το θάνατο, το ιερό από το βέβηλο. Πάνω σε αυτή τη λευκή διάφανη και ομιχλώδη γραμμή υφαίνεται η αφήγηση, ακροβατώντας και ισορροπώντας κάθε φορά προς τη μεριά που επιλέγει ο αφηγητής. Ο αναγνώστης ακολουθεί, και πρέπει να αφεθεί στην ατμόσφαιρα, χωρίς να προσπαθεί να ξεχωρίσει αν η ιστορία γέρνει στην πραγματικότητα ή στη φαντασία-όραμα, γιατί αλλιώς θα χάσει την απόλαυση και το κλίμα της ανάγνωσης.
Η δράση ξετυλίγεται κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού με τρένο. Οι ταξιδιώτες που πρωταγωνιστούν είναι μια γυναίκα, η Ερημιά, και ο αφηγητής. Χαρακτηριστικό το όνομα της γυναίκας, που αναζητά έναν άντρα, τον Ιωάννη, που έφυγε πριν προλάβει να του ανακοινώσει τον έρωτά της. Τον ακολουθεί με μια μέρα διαφορά, χωρίς να μπορεί να τον προλάβει. Και οι δυο τους, Ερημιά και Ιωάννης, ακολουθούν ένα βιβλίο, που θα τους οδηγήσει σε κάποιους σοφούς γέροντες και σε κάποια αλήθεια. Ο αφηγητής, ενώ παρακολουθεί ως παρατηρητής τη δράση, ακολουθώντας ωστόσο κατά πόδας τη γυναίκα στο ταξίδι και στους σταθμούς της, μπαίνει στο τέλος μέσα στη δράση, εφόσον παρουσιάζεται να ταυτίζεται με τον αναζητούμενο Ιωάννη και να υφίσταται το αδηφάγο πάθος της γυναίκας. Είναι φανερό ότι το βάρος δεν πέφτει στη δράση ούτε στην πλοκή. Οι εμβόλιμες αφηγήσεις και τα οράματα, οι περιγραφές της φύσης και των χώρων και η ανάλυση των αισθημάτων είναι το αφηγηματικό στοίχημα.
Στον έρωτα και πάλι. Ανάμεσα στα οράματα, στους θανάτους και στο ζόφο αποτελεί σταθερή υπόκρουση. Έρωτας ιερός από το μέγεθος του πάθους αλλά και ανόσιος, αφού γίνεται εξολοθρευτής του αγαπώμενου. Ή αφού αναπτύσσεται ανάμεσα σε δίδυμους αδελφούς, σαν η ζωή να κοιτάζει τον εαυτό της και να τον χαίρεται. Ξόρκι στο θάνατο, αναζήτηση της αλήθειας, της ουσίας της ζωής. Στα όρια της ανθρώπινης ύπαρξης.
Βέβαια, η αλήθεια δε βρίσκεται με το τέλος της αφήγησης. Πιθανότατα όλη η αφήγηση να ήταν ένα όνειρο, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού με τρένο. Εκείνο που μένει είναι το ταξίδι, μια καταβύθιση θα έλεγα, στην ανθρώπινη ψυχή. στον πόνο, στα πάθη, στα σκοτάδια της. Και πόσο εύκολο είναι να ορίσει κανείς τα όρια; Τι είναι το άγιο και τι το ανόσιο; Ποιο το ιερό και ποιο το βέβηλο;
Η γλώσσα στην οποία γίνεται η αφήγηση είναι ένα πολύ σημαντικό, το σημαντικότερο ίσως, στοιχείο του βιβλίου. Τα τρομερά που παρακολουθούμε ή αφουγκραζόμαστε λέγονται χωρίς λεκτικές ακρότητες, με μια γλώσσα σαν λίγο παλιότερη, σαν να’ ρχεται από τις αφηγήσεις και τα παραμύθια παππούδων. Αλλά και σαν κείμενο προφητικό και μυστικό, που αποκαλύπτει μια άβυσσο, με τρόπο όχι τρομακτικό αλλά μάλλον παρηγορητικό σε σχέση με το αποτρόπαιο της αποκάλυψης. Ένας λόγος ζεστός κάποιες φορές, να καλύπτει μια απέραντη παγωνιά αναζήτησης.
Παρουσιάζοντας την ποίηση του Γ. Π. είχα μιλήσει για την έμφαση στη φύση και στο σύμπαν, για τα συγκοινωνούντα μέρη του σύμπαντος σε μια ένωση-γένεση και σε μια διάσπαση-θάνατο, και πάλι από την αρχή(2). Για τον αφηγητή που περιγράφει «από έξω» τα πράγματα, ουδέτερα και με κάποια ψυχρότητα, και κάποτε γίνεται αναχωρητής, που παρατηρεί και προφητεύει. Στο μυθιστόρημα όλα αυτά τα στοιχεία αξιοποιούνται λειτουργικά. Και ο αφηγητής, όπως ήδη επισημάνθηκε, γίνεται σε συγκεκριμένη στιγμή δρων πρόσωπο. Τα ποιητικά δύο όλα, όπου το ένα μισό ζητά το άλλο μισό του, για να χωνέψουν σε μια γενεσιουργό ένωση, ίσως να προετοιμάζουν τον έρωτα των διδύμων στο μυθιστόρημα, που ουσιαστικά είναι το είδωλο στον καθρέφτη ή η αντανάκλαση του ενός μισού στο άλλο μισό του. Κεντρικό στοιχείο το ταξίδι στην ποίηση του Παναγιωτίδη, ένα ταξίδι που δεν τελειώνει ποτέ, ούτε με το θάνατο, και συνεχίζεται από άτομο σε άτομο, από διαδρομή σε άλλη διαδρομή μέσα στο χρόνο. Το ταξίδι αποτελεί και το κλειδί στο μυθιστόρημα, αφού στο τέλος όλα μοιάζουν να ανατρέπονται, τίποτα δεν έχει κλείσει, ούτε καν το θέμα της πραγματικότητας ή της φαντασίας-ονείρου, και οπωσδήποτε η αφήγηση μπορεί να αρχίσει και πάλι ή να συνεχιστεί προς άλλες διαδρομές.
Ο Γιώργος Παναγιωτίδης, με τη θητεία του στην ποίηση, δίνει ένα ιδιότυπο κείμενο, που στο βάθος του έχει χαρακτήρα ποιητικό. Με τους τρόπους της ποίησης, χωρίς αφαιρέσεις όμως και πατώντας γερά στον πεζό λόγο, καταφέρνει να αναδείξει τις αντιθέσεις αλλά και να τις συγκεράσει σε ένα εφιαλτικό δύσκολο ταξίδι της ανθρώπινης ψυχής που αναζητά την αλήθεια και τα όρια.
1.Βραβείο μυθιστορήματος του περιοδικού «Διαβάζω», 2008.
2.Ο Χρόνος, το Ύδωρ και τα Ονόματα, περιοδικό «Φιλόλογος», τ. 118
Ο Γιώργος Παναγιωτίδης κατάγεται από την ποίηση. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Ρύνια, Τα δύο όλα και Δι’ οδών (εκδ. Μανδραγόρας).
Η πρώτη απόπειρά του στον πεζό λόγο είναι ακριβώς αυτό που λέει ο τίτλος : ερώτων και αοράτων. Και θανάτου θα έλεγα. Όπου αοράτων διάβαζε οραμάτων. Η ζωή των ηρώων είναι συνέπεια θανάτου, βάρος θανάτου. Έρχονται στη ζωή με ένα θάνατο (της μητέρας) ή σφραγίζεται η ζωή τους από το θάνατο αγαπημένου ή αγαπημένων προσώπων. Πουθενά δεν υπάρχει γέννηση που να προέρχεται από τους ήρωες της αφήγησης. Σημαδεμένοι με τέτοια μοίρα τα πρόσωπα πέφτουν κάποια στιγμή της ζωής τους σε έρωτα περίεργο, σκοτεινό, ακατανόητο, σαν το αντίδοτο στο πένθος τους.
Το μυθιστόρημα(1) να διαβαστεί με φόντο εκείνη τη λευκή γραμμή που διαχωρίζει το πραγματικό από το νοητό, το λογικό από το υπέρλογο, τη ζωή από το θάνατο, το ιερό από το βέβηλο. Πάνω σε αυτή τη λευκή διάφανη και ομιχλώδη γραμμή υφαίνεται η αφήγηση, ακροβατώντας και ισορροπώντας κάθε φορά προς τη μεριά που επιλέγει ο αφηγητής. Ο αναγνώστης ακολουθεί, και πρέπει να αφεθεί στην ατμόσφαιρα, χωρίς να προσπαθεί να ξεχωρίσει αν η ιστορία γέρνει στην πραγματικότητα ή στη φαντασία-όραμα, γιατί αλλιώς θα χάσει την απόλαυση και το κλίμα της ανάγνωσης.
Η δράση ξετυλίγεται κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού με τρένο. Οι ταξιδιώτες που πρωταγωνιστούν είναι μια γυναίκα, η Ερημιά, και ο αφηγητής. Χαρακτηριστικό το όνομα της γυναίκας, που αναζητά έναν άντρα, τον Ιωάννη, που έφυγε πριν προλάβει να του ανακοινώσει τον έρωτά της. Τον ακολουθεί με μια μέρα διαφορά, χωρίς να μπορεί να τον προλάβει. Και οι δυο τους, Ερημιά και Ιωάννης, ακολουθούν ένα βιβλίο, που θα τους οδηγήσει σε κάποιους σοφούς γέροντες και σε κάποια αλήθεια. Ο αφηγητής, ενώ παρακολουθεί ως παρατηρητής τη δράση, ακολουθώντας ωστόσο κατά πόδας τη γυναίκα στο ταξίδι και στους σταθμούς της, μπαίνει στο τέλος μέσα στη δράση, εφόσον παρουσιάζεται να ταυτίζεται με τον αναζητούμενο Ιωάννη και να υφίσταται το αδηφάγο πάθος της γυναίκας. Είναι φανερό ότι το βάρος δεν πέφτει στη δράση ούτε στην πλοκή. Οι εμβόλιμες αφηγήσεις και τα οράματα, οι περιγραφές της φύσης και των χώρων και η ανάλυση των αισθημάτων είναι το αφηγηματικό στοίχημα.
Στον έρωτα και πάλι. Ανάμεσα στα οράματα, στους θανάτους και στο ζόφο αποτελεί σταθερή υπόκρουση. Έρωτας ιερός από το μέγεθος του πάθους αλλά και ανόσιος, αφού γίνεται εξολοθρευτής του αγαπώμενου. Ή αφού αναπτύσσεται ανάμεσα σε δίδυμους αδελφούς, σαν η ζωή να κοιτάζει τον εαυτό της και να τον χαίρεται. Ξόρκι στο θάνατο, αναζήτηση της αλήθειας, της ουσίας της ζωής. Στα όρια της ανθρώπινης ύπαρξης.
Βέβαια, η αλήθεια δε βρίσκεται με το τέλος της αφήγησης. Πιθανότατα όλη η αφήγηση να ήταν ένα όνειρο, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού με τρένο. Εκείνο που μένει είναι το ταξίδι, μια καταβύθιση θα έλεγα, στην ανθρώπινη ψυχή. στον πόνο, στα πάθη, στα σκοτάδια της. Και πόσο εύκολο είναι να ορίσει κανείς τα όρια; Τι είναι το άγιο και τι το ανόσιο; Ποιο το ιερό και ποιο το βέβηλο;
Η γλώσσα στην οποία γίνεται η αφήγηση είναι ένα πολύ σημαντικό, το σημαντικότερο ίσως, στοιχείο του βιβλίου. Τα τρομερά που παρακολουθούμε ή αφουγκραζόμαστε λέγονται χωρίς λεκτικές ακρότητες, με μια γλώσσα σαν λίγο παλιότερη, σαν να’ ρχεται από τις αφηγήσεις και τα παραμύθια παππούδων. Αλλά και σαν κείμενο προφητικό και μυστικό, που αποκαλύπτει μια άβυσσο, με τρόπο όχι τρομακτικό αλλά μάλλον παρηγορητικό σε σχέση με το αποτρόπαιο της αποκάλυψης. Ένας λόγος ζεστός κάποιες φορές, να καλύπτει μια απέραντη παγωνιά αναζήτησης.
Παρουσιάζοντας την ποίηση του Γ. Π. είχα μιλήσει για την έμφαση στη φύση και στο σύμπαν, για τα συγκοινωνούντα μέρη του σύμπαντος σε μια ένωση-γένεση και σε μια διάσπαση-θάνατο, και πάλι από την αρχή(2). Για τον αφηγητή που περιγράφει «από έξω» τα πράγματα, ουδέτερα και με κάποια ψυχρότητα, και κάποτε γίνεται αναχωρητής, που παρατηρεί και προφητεύει. Στο μυθιστόρημα όλα αυτά τα στοιχεία αξιοποιούνται λειτουργικά. Και ο αφηγητής, όπως ήδη επισημάνθηκε, γίνεται σε συγκεκριμένη στιγμή δρων πρόσωπο. Τα ποιητικά δύο όλα, όπου το ένα μισό ζητά το άλλο μισό του, για να χωνέψουν σε μια γενεσιουργό ένωση, ίσως να προετοιμάζουν τον έρωτα των διδύμων στο μυθιστόρημα, που ουσιαστικά είναι το είδωλο στον καθρέφτη ή η αντανάκλαση του ενός μισού στο άλλο μισό του. Κεντρικό στοιχείο το ταξίδι στην ποίηση του Παναγιωτίδη, ένα ταξίδι που δεν τελειώνει ποτέ, ούτε με το θάνατο, και συνεχίζεται από άτομο σε άτομο, από διαδρομή σε άλλη διαδρομή μέσα στο χρόνο. Το ταξίδι αποτελεί και το κλειδί στο μυθιστόρημα, αφού στο τέλος όλα μοιάζουν να ανατρέπονται, τίποτα δεν έχει κλείσει, ούτε καν το θέμα της πραγματικότητας ή της φαντασίας-ονείρου, και οπωσδήποτε η αφήγηση μπορεί να αρχίσει και πάλι ή να συνεχιστεί προς άλλες διαδρομές.
Ο Γιώργος Παναγιωτίδης, με τη θητεία του στην ποίηση, δίνει ένα ιδιότυπο κείμενο, που στο βάθος του έχει χαρακτήρα ποιητικό. Με τους τρόπους της ποίησης, χωρίς αφαιρέσεις όμως και πατώντας γερά στον πεζό λόγο, καταφέρνει να αναδείξει τις αντιθέσεις αλλά και να τις συγκεράσει σε ένα εφιαλτικό δύσκολο ταξίδι της ανθρώπινης ψυχής που αναζητά την αλήθεια και τα όρια.
1.Βραβείο μυθιστορήματος του περιοδικού «Διαβάζω», 2008.
2.Ο Χρόνος, το Ύδωρ και τα Ονόματα, περιοδικό «Φιλόλογος», τ. 118