Λουκής Λάρας, μια αντιηρωική οπτική




Διαφήμιση της τέταρτης έκδοσης του «Λουκή Λάρα», περιοδικό «Αττικό Μουσείο», Τεύχος 10 (Έτος Δ), 1891, σελ. 116.

Το βραχύ μυθιστόρημα «Λουκής Λάρας» είναι το εξέχον λογοτεχνικό δείγμα του Δημήτριου Βικέλα, διακεκριμένου εκπροσώπου του Ελληνισμού της διασποράς κατά τη δεκαετία του 1880 αλλά και των ελληνικών Γραμμάτων του 19ου αιώνα ή όπως ο ίδιος περιγράφει τον εαυτό του, εμπόρου, λοιπόν, ατελή και ατελή λογίου. Ο «Λουκής Λάρας» εντάσσεται στην περίοδο της στροφής της ελληνικής πεζογραφίας στο ρεαλισμό και ειδικότερα στην ηθογραφία, δύο συστήματα τα οποία είναι παράλληλα και συμπλεκόμενα. Η περίοδος αυτή ουσιαστικά σχετίζεται με την παρακμή του ρομαντισμού και την εμφάνιση του ρεαλισμού. Ουσιαστικά, οι Έλληνες πεζογράφοι που εμφανίστηκαν στο τέλος της δεκαετίας του 1870 και κατά τη δεκαετία του 1880, προσάρμοσαν στα ελληνικά τις συμβάσεις του ρεαλισμού και αυτό το ελληνικό είδος λογοτεχνίας που διαμορφώθηκε τότε, έγινε γνωστό με το συμβατικό όρο ηθογραφία. Ας σημειωθεί ότι ο όρος ηθογραφία ξεκίνησε από το γνωστό διαγωνισμό διηγήματος της Εστίας. Το έτος 1883 το περιοδικό Εστία προκήρυξε διαγωνισμό συγγραφής διηγήματος. Στην προκήρυξη, η οποία πιθανώς συντάχθηκε από τον εισηγητή της επιστήμης της Λαογραφίας στην Ελλάδα Ν. Πολίτη, βασική προϋπόθεση για τα υποψήφια έργα ήταν η εξής: «Η υπόθεσις του διηγήματος έσται ελληνική, τουτέστι θα συνίσταται εις περιγραφήν σκηνών του βίου του ελληνικού λαού.» Ως είδος ευδοκίμησε κυρίως χάρη στα κείμενα των Βιζυηνού, Παπαδιαμάντη και Καρκαβίτσα καταλήγοντας όμως σε γραφικές περιγραφές για βουνά και κάμπους. Το μυθιστόρημα του Βικέλα διαθέτει αυτά τα βασικά στοιχεία τα οποία ορίζουν μιαν εθνική λογοτεχνία. Έχει ελληνικό μύθο με ζωντανή και παραστατική διατύπωση, ελληνική ατμόσφαιρα, επιμελημένο ύφος, πλοκής και μελετημένη επιλογή λέξεων.
    Θεματικά ο «Λουκής Λάρας» δεν είναι μόνο ιστορικό - πατριωτικό μυθιστόρημα. Επειδή σ’ αυτό υπάρχουν ηθογραφικά στοιχεία, περιγράφονται δηλαδή ήθη και αναπαριστάται η ζωή της εποχής, ο Βικέλας θεωρείται πρόδρομος του ηθογραφικού διηγήματος. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα πραγματολογικά στοιχεία του μυθιστορήματος, με όσες ηθελημένες ή αθέλητες ανακρίβειες μπορεί να υπάρχουν σ’ αυτά, τα οποία όμως υποδηλώνουν την επιρροή του συγγραφέα από τη λαογραφία καθώς και την ηθογραφική του διάθεση. Ο Βικέλας περιγράφει με ιδιαίτερο ρεαλισμό κάθε φορά τα ιστορικά γεγονότα, τα πρόσωπα, τα τοπωνύμια και τον περιβάλλοντα χώρο στον οποίον εξελίσσονται τα γεγονότα της ζωής του Λουκή Λάρα. «Τα χωριά της Χίου ήσαν ως φυλακαί. Δεν έχουν τείχη, αλλά κατά τας τέσσαρας εξωτερικάς πλευράς των οικιών τα οπίσθια συνεχόμενα αποτελούν αδιάκοπον προτείχισμα. Αι θύραι των οικιών κείνται εντός του χωρίου, ή κεντρική δε αυτού οδός τέμνουσα των οικιών την συνέχειαν σχηματίζει του οχυρώματος την πύλην. Οδοί λίαν στεναί και οικοδομαί συνεσφιγμέναι πληρούσι τον χώρον, τον οποίον περιστοιχίζει η εξωτερική πλευρά των οικιών. Εις το μέσον ευρίσκονται οι πύργοι.»
   Το γεγονός ότι ο «Λουκής Λάρας» αποτελεί ορόσημο για την κρίσιμη στροφή της ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής κατά τη δεκαετία του 1880 είναι και ο πρώτος άξονας της σημαντικότητας του. Χάρη στους χαμηλούς τόνους και το ρεαλιστικό χαρακτήρα του το έργο θεωρήθηκε ήδη από την κριτική της Γενιάς του 1880 ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην πεζογραφία των ρομαντικών χρόνων και τον ελληνικό ρεαλισμό, την ηθογραφία. Το μυθιστόρημα γράφεται το 1879 σε μιαν εποχή όπου ο ρομαντισμός της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής βρίσκεται ήδη στην ωριμότητά του και συνομολογεί, μαζί με «Το αμάρτημα της μητρός μου» (1883) και το «Ποίος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου» (1883) του Γεωργίου Βιζυηνού, την εμφάνιση της ρεαλιστικής και ηθογραφικής πεζογραφικής παραγωγής της γενιάς του 1880. Αρχικά δημοσιεύτηκε σε δέκα συνέχειες στο περιοδικό Εστία. Μάλιστα αν και ήταν ήδη ολοκληρωμένο πριν τη δημοσίευση της πρώτης συνέχειας, ο συγγραφέας επανερχόταν με διορθώσεις και βελτιώσεις.
    Ο «Λουκής Λάρας» έχει ως ιστορικό πλαίσιο την Επανάσταση του 1821 και εξ αυτού κατατάσσεται στα ιστορικά μυθιστόρημα της εποχής του αφού σκοπός του είναι να εξιστορήσει γεγονότα περασμένων εποχών και επιπλέον διαθέτει την απαραίτητη χρονική απόσταση απ’ αυτά τα γεγονότα. Ο Βικέλας όμως προσεγγίζει την Επανάσταση του 1821 με διαύγεια, χωρίς εθνικές ή ηρωικές εξάρσεις στις περιγραφές του και αυτός ο τρόπος του είναι χαρακτηριστικός μιας νέας νοοτροπίας. Το γεγονός αυτό ορίζει έναν δεύτερο άξονα σημαντικότητας του έργου ο οποίος και έχει να κάνει με τη νέα αντιηρωική οπτική που εισάγει. Ο «Λουκής Λάρας» σε τόνο περισσότερο προσωπικό και χωρίς ηρωικές υπερβάσεις μπορεί να θεωρηθεί προπομπός της πεζογραφικής παραγωγής της γενιάς του 1880 και για τον λόγο αυτό είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα αυτής της περιόδου. Αυτό δηλαδή που το ξεχωρίζει από τα άλλα ιστορικά μυθιστορήματα με θέμα την Επανάσταση είναι η αντιηρωική σκοπιά αφού ο ήρωας, νέος και εύρωστος – είκοσι ετών το 1821, δηλώνει ότι δεν είχε καμία κλίση για τα όπλα και τον πόλεμο. Απεναντίας ενώ γύρω του συμβαίνουν γεγονότα μεγάλης σημασίας και τραγικότητας με κορυφαίο αυτό της σφαγής της Χίου, εκείνος σχεδόν αμέτοχος ζει μαζί με την πατρική οικογένεια, έχει κατά νου το εμπόριο, την κοινωνική του βελτίωση και αυτό κάνει με επιτυχία όπου κι αν βρεθεί. Η μόνη σοβαρή επίπτωση που έχουν στην φιλήσυχη ζωή του τα επαναστατικά γεγονότα είναι οι μετακινήσεις του από τόπο σε τόπο. Το 1821 ο νεαρός Λουκής Λάρας βρίσκεται με την οικογένειά του στη Σμύρνη όπου και ασχολείται με το εμπόριο μαζί με τον πατέρα του. Γνώριζε λίγα πράγματα για την Επανάσταση και τη Φιλική Εταιρεία και δεν ήταν ιδιαίτερα αισιόδοξος για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Με την έναρξη της Επανάστασης καταφεύγουν στη Χίο από όπου η οικογένεια εκπατρίζεται και πάλι ένα χρόνο αργότερα, όταν οι Τούρκοι επιτίθενται στη Χίο. «Κατ' εκείνην την στιγμήν ηκούσθη αίφνης μακρόθεν πυροβόλου κρότος. Πλησιέστεροι κανονιοβολισμοί δια μιας τον διεδέχθησαν. Εστράφημεν εν σιωπή ο εις προς τον άλλον. Οι κρότοι των πυροβόλων επηκολούθουν συνέχεις. Από του στόλου και από του φρουρίου οι Τούρκοι ετέλουν παταγωδώς του φριχτού θριάμβου των τα προεόρτια. – Αλλοίμονον εις την Χίον! ανέκραξεν ο πατήρ μου. Και εξηκολουθήσαμεν τον δρόμον μας.»
    Ο Λουκής Λάρας είναι δραματοποιημένος αφηγητής. Είναι δηλαδή το βασικό πρόσωπο του μυθιστορήματος και αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο. Αντιήρωας ο ίδιος αγνοεί το ηρωικό πνεύμα της Επανάστασης που ίσως μάλιστα οδηγεί τους Έλληνες σε δεινά και καθώς στρέφεται με επιτυχία στο εμπόριο προτείνει έναν φιλειρηνικό δρόμο προσωπικής και κοινωνικής προόδου. Γίνεται δε με αυτήν τη στάση του ήρωας μιας ελληνικής κοινωνίας που αρχίζει να βλέπει τη δυνατότητα επιβίωσης όχι μέσω εδαφικών διεκδικήσεων αλλά μέσω της οικονομικής ευρωστίας. Τον αφορούν οι αλλαγές που υφίστανται οι αξίες της οικογένειας και της πατρίδας και καταγράφει ιδιαιτέρως εύστοχα την εμπειρία του για τον τότε ελληνισμό της διασποράς. «Την σήμερον ζώμεν και αποθνήσκωμεν εις εδώ και άλλος εκεί, πλάνητες εν τω βίω και νεκροί ξενιτευμένοι, η δε ανεμοζάλη της διασποράς εκλόνισε και διέσπασε τους ιερούς δεσμούς, τους προσκολλώντας την καρδίαν των τέκνων εις των γονέων τα αναπαυτήρια». Με το μυθιστόρημα του Βικέλα δεν οριοθετείται μόνον το τέλος της περιόδου του ρομαντισμού καθώς η αφήγηση προσανατολίζεται στον ρεαλισμό και την ηθογραφία αλλά κλείνει και μια περίοδος μυθιστορημάτων που αναφέρονται στα σπουδαία κατορθώματα του έθνους, τους άθλους και τις θυσίες της επαναστατικής περιόδου και εμφανίζεται μια νέα εθνική πεζογραφία, μακριά μάλιστα από μιμήσεις ξένων προτύπων.
   Μετά το θάνατο του πατέρα του ο Λουκής Λάρας επιστρέφει κρυφά στη Χίο όπου ριψοκινδυνεύει και πετυχαίνει να βρει τα κοσμήματα και τα ασημικά που είχαν κρύψει στον κήπο του σπιτιού τους λίγο πριν την επίθεση των Τούρκων στο νησί. Όμως αντί να κρατήσει τον ανέπαφο πατρικό θησαυρό και να τον πάρει μαζί του, τον ανταλλάσσει αμέσως για να σώσει μια κοπέλα, αιχμάλωτη από τους Τούρκους, κόρη ενός φίλου του πατέρα του. Τελικά παντρεύεται αυτήν την κοπέλα που έσωσε και μαζί της δημιουργεί μια μεγάλη κι ευτυχισμένη οικογένεια. Ο Βικέλας εστιάζει στην καλοσύνη του ήρωα αφηγητή. Ο Λουκής Λάρας είναι ο ήρωας των ανθρώπινων μέτρων, ευγενικός, μετριοπαθής και ήρεμος με κοινωνικές αρετές αλλά και με πνεύμα εμπορικό. Στη ζωή του τα εμπόδια που αντιμετωπίζει είναι εξωγενή και όχι ηθικής φύσης. Έτσι ενώ το μυθιστόρημα είναι εμπνευσμένο από την Ελληνική ιστορία και η θεματική του είναι ακραιφνώς ελληνική, από την άλλη είναι απαλλαγμένο από τις επιδράσεις του ρομαντισμού, από τον έντονο διδακτισμό και την ηθικολογία και μπορεί μεν ν’ αναφέρεται στον πατριωτισμό αλλά δεν το κάνει με ασφυκτικό τρόπο. Ο διδακτισμός του είναι περισσότερο έμμεσος και καλύπτεται στην αφήγηση και την ηθογραφική ατμόσφαιρα. Ο Βικέλας φανταζόταν τη μετεξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας από οθωμανική Ελλάδα σε αστική «μικρή Αγγλία» και όχι να την μεταφέρει κατευθείαν στην ελληνική αρχαιότητα όπως το ήθελε η ρομαντική, Α΄ Αθηναϊκή Σχολή. Στα πλαίσια αυτά άλλωστε κινείται όλο του το έργο συγγραφικό και κοινωνικό. Ίσως για όλους τους παραπάνω λόγους αποτέλεσε για πολλές δεκαετίες και ανάγνωσμα εφήβων.

Σχόλιο από την παρουσίαση της τέταρτης έκδοσης του «Λουκή Λάρα», περιοδικό «Αττικό Μουσείο», Τεύχος 10 (Έτος Δ), 1891, σελ. 116.

    Η αφήγησή του Βικέλα είναι λιτή με πλούσιο λεξιλόγιο και κατά τον Απ. Σαχίνη, έχει το χάρισμα του ύφους. Η γλώσσα του μακριά από τις υπερβολές της καθαρεύουσας είναι μια απλή καθαρεύουσα που κάποτε προσεγγίζει την καθομιλουμένη της εποχής του και βρίσκεται αρκετά κοντά στον εκφραστικό τρόπο της δημοτικής. Ίσως μερικοί, όπως ο ιστορικός Κ. Θ. Δημαράς, να θεωρούν την αφήγηση του Βικέλα άνευρη και τις περιγραφές του άχρωμες. Δεδομένου όμως του ότι ο «Λουκής Λάρας» όχι μόνο υπήρξε αγαπημένο ανάγνωσμα επί πολλές δεκαετίες αλλά γνώρισε και πλήθος μεταφράσεων, ίσως τελικά κάποιοι να γοητεύονται από το ανεπιτήδευτο και αβίαστο ύφος του Βικέλα, αναγνωρίζοντάς του, πως, παρά την μακροχρόνια σχέση του με Άγγλους, Γάλλους και λοιπούς, έγραψε ένα ελληνικό μυθιστόρημα και μάλιστα σε μιαν εποχή όπου πλήθαιναν τα ξένα μεταφράσματα, δίνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο ένα καλό παράδειγμα στους νεότερους του 1880, όπως παρατηρεί και ο Ξενόπουλος: «[…]Πρώτος ο κ. Βικέλας έγραψε διήγημα ελληνικόν, πραγματικόν, έχον ήρωας ανθρώπους γηΐνους και απεικονίζον σκηνάς εκ του αληθούς. Του συγγραφέως η έκτακτος δεξιότης και η ευφυΐα, γνωρίσαντος να συγκινήση τους συγχρόνους δι’ άλλου τρόπου ή των έως τότε εν χρήσει πατριωτικών φωνασκιών, συνέτεινεν ώστε υπέρ του νέου είδους να κλίνη η πλάστιγξ ταχεία και εμφαντική. Η διηγηματογραφία ήρχισεν έκτοτε να κινήται και να εισέρχεται εις τον δρόμον της.» Ο Παλαμάς το 1896 απηχώντας την άποψη του Ξενόπουλου λέει: «ό,τι κυρίως ονομάζομεν διήγημα, συμφώνως προς τα ανάλογα είδη τα τεραστίως αναπτυχθέντα εν τη μεγαλοτόκω Ευρωπαϊκή φιλολογία από τινών δεκαετηρίδων, νομίζω ότι κατά πρώτον εμφανίζεται εδώ δια του πράου και ατόλμου, αλλά και τόσον ευγενούς και τόσον γενναίας εμπνεύσεις τρέφοντος Χίου, όστις ονο¬μάζεται Λουκής Λάρας». Το 1997, ο Άλκης Αγγέλου στα Άπαντα Βικέλα, γράφει και δη εισαγωγικά, την έλλειψη φαντασίας, την οποία, μάλιστα, θεωρεί και απουσία ισχυρού ταλέντου. Πουθενά το θείο αυτό δώρο δεν αγγίζει το σύνολο του έργου του, υπογραμμίζει χαρακτηριστικά. Φτάνοντας τελικά στις αρχές του 21ου αιώνα, ο Β. Αθανασόπουλος επιμένει στην καθοριστική υποτονικότητα της φαντασίας του Βικέλα, καταλήγοντας με την διαπίστωση πως υπήρξε μόνον «πιστός μεταφραστής ξένων εμπειριών». Στις 3 Μαΐου 2008, στο «Βιβλιοδρόμιο» της εφημερίδας Τα Νέα, ο Δημοσθένης Κούρτοβικ σχολιάζει την ικανότητα δημιουργικής φαντασίας του Βικέλα, απαντώντας στον Κ. Μαυρουδή, ο οποίος στην ελληνική λογοτεχνία ανακάλυψε το πρώτο ρουσφέτι, που μάλιστα γίνεται πριν καν ιδρυθεί το ελληνικό κράτος, στον Λουκή Λάρα του Βικέλα, καθώς ο νεαρός Λουκής, με ένα ραβασάκι του προύχοντα Μαυρογένη στην τσέπη, πηγαίνει στις Σπέτσες και εξασφαλίζει τη θέση γραφέα οψέποτε απελευθερωθεί η Ελλάδα. Ο Κούρτοβικ απαντώντας λέει πως ο χωρίς φαντασία έμπορος Βικέλας δεν μπορούσε παρά να παρουσιάσει όπως ήταν, δηλαδή μια πεζή περίπτωση ευνοιοκρατίας.
    Όπως υποστηρίζει ο Απ. Σαχίνης, γράφοντας για την πεζογραφία του Δημήτριου Βικέλα στην Επιστημονική Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Α΄ Περίοδος, 1973, Τόμος ΙΒ΄, σ. 25), ο Βικέλας δεν διέθετε ικανή δημιουργική ή μυθοπλαστική φαντασία, ώστε να επινοεί πρωτότυπες ή φανταστικές ιστορίες. Το γεγονός αυτό, κατά τον ισχυρισμό του Απ. Σαχίνη, τεκμαίρεται πολλαπλώς από το Αρχείο Βικέλα στο οποίο υπάρχουν ικανές ενδείξεις για επιδράσεις και αφορμές της έμπνευσής του. Ωστόσο διέθετε την ικανότητα να μεταπλάθει και να αναδημιουργεί πραγματικά περιστατικά. Αυτό είναι ένα βασικό γνώρισμα της πεζογραφίας του. Ο ίδιος ο Βικέλας δεν έκρυβε αυτήν την τακτική του. Την εξομολογείται μάλιστα στα κείμενά του με κάθε ευκαιρία. Η έμπνευσή του χρειαζόταν μια σταθερή βάση για να προχωρήσει και να προσθέσει κατόπι «εις τον αρχικό πυρήνα άλλα πλαστά επεισόδια συμπληρούντα την εικόνα» όπως παρατηρεί ο ίδιος. Ένα τέτοιο εύρημα, όντως σωζόμενο στο Αρχείο του συγγραφέα, είναι και το χειρόγραφο ενός Χιώτη εμπόρου, εγκατεστημένου στο Λονδίνο, του Λουκά Τζίφου. Ο Β. Αθανασόπουλος, φιλολογικός επόπτης του Ιδρύματος Ουράνη μετά τον θάνατο του Απ. Σαχίνη, ανασύρει και προτάσσει του Λουκή Λάρα το χειρόγραφο αυτό ως απόδειξη ότι ο Βικέλας σχεδόν κυριολεκτεί στο προοίμιο του μυθιστορήματός του όπου διατείνεται πως «εκδίδει» ξένο χειρόγραφο και δεν καταφεύγει σε συγγραφικό τέχνασμα, όπως εικάζεται σε παρόμοιες περιπτώσεις. Αυτό το προοίμιο υπάρχει στις πρώτες εκδόσεις του μυθιστορήματος που έγιναν ζώντος του συγγραφέα. Έτσι λοιπόν γράφεται ο «Λουκής Λάρας» με αφορμή τη γνωριμία του Βικέλα στο Λονδίνο με έναν Χιώτη ομογενή, τον Λουκά Τζίφο, ο οποίος και του άφησε τις αυτοβιογραφικές του σημειώσεις τις οποίες μάλιστα κατέγραψε μετά από προτροπή του Βικέλα. Στην περίπτωση αυτή, με δεδομένο το αυτοβιογραφικό χειρόγραφο ως πρώτη ύλη του μυθιστορήματος, ίσως έχουμε και μιαν εξωκειμενική ταύτιση από τη μια πλευρά του Βικέλα και του Τζίφου, ομογενείς έμποροι αμφότεροι, με τον συγγραφέα και τον ήρωά του, Λουκή Λάρα από την άλλη.
    Τελικά, ακόμα κι έτσι, στις επιμέρους αξίες του μυθιστορήματος προστίθεται μία επιπλέον αφού ο Βικέλας πρωτοτυπεί στην εποχή του ομολογώντας την πηγή της έμπνευσής του καταφανώς. Αναρωτιέμαι μάλιστα μήπως το χειρόγραφο του, υπαρκτού κατά τα άλλα, Χιώτη εμπόρου δεν είναι παρά ένα ευφυές επινόημα του συγγραφέα στημένο με επιτυχή μυθιστορηματικό τρόπο στην κάθε του λεπτομέρεια, με σκοπό να δώσει μιαν αξία τεκμηρίωσης στο έργο του και ένα επιπλέον ενδιαφέρον.

Βιβλιογραφία:
1. Αθανασόπουλου Β., Ο ρεαλισμός ως μέσο ηθικής παραδειγματικής λειτουργίας της διήγησης. Η περίπτωση του ιδεολογικού ρεαλισμού στον Λουκή Λάρα, Από τον Λέανδρο στον Λουκή Λάρα. Μελέτες για την πεζογραφία της περιόδου 1830-1880. Επιμέλεια Νάσος Βαγενάς, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1997, σ. 303 - 308.
2. Δήτσα Μ., Δημήτριος Βικέλας, Λουκής Λάρας. Αθήνα, Ερμής, 1991.
3. Δήτσα Μ., Δημήτριος Βικέλας, Η παλαιότερη πεζογραφία μας Ε΄• 1830-1880, Αθήνα, Σοκόλης, 1996, σ. 382 - 409.
4. Μπαλάνου Δ.Μ., Δημήτριος Βικέλας, Νέα Εστία, ετ. ΙΘ΄, τεύχ. 433, (1η/7/1945), σ. 493 - 498 και τεύχ. 434, (15/7/1945), σ. 574 - 581.
5. Μπουγά Ν., Δημήτριος Βικέλας, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (1000 - 1977), εκδόσεις Σταφυλίδη, [Αθήνα], 1977, σ. 839 - 846.
6. Σαχίνη Α., «Δ. Βικέλας» Παλαιότεροι πεζογράφοι. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ι.Δ. Κολλάρου και Σία Α.Ε., Αθήνα 1973, σ. 57 - 116.
7. Σαχίνη Α., Η πεζογραφία του Δημήτριου Βικέλα, Επιστημονική Επετηρίς Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Α΄ Περίοδος, 1973, Τόμος ΙΒ΄, σ. 5 - 49.
8. Στεργιόπουλου Κ., Βικέλας Δημήτριος, Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος - Larousse - Britannica Τόμος 11. Αθήνα, Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος, 2007.
9. http://www.greek-language.gr

γιώργος παναγιωτίδης
 
 επιστροφή