Με τον Αισχύλο παραμάσχαλα


Alberto Galvez
Πιστεύω είμαι εντάξει. Μου το ’πε ο Θανάσης να την αράξω. «Όχι» εγώ, να πάρω δρόμο, να πάρω δρόμο καλύτερα. Ποιος ακούει τη Μαρία πάλι. Να σταματήσω να ξαπλωθώ στο πίσω κάθισμα; Καλά θα ήταν αλλά όχι, δε γαμιέται. Βγήκα που βγήκα στην εθνική. Πόσο θέλω; Μια ώρα θέλω. Σιγά το πράγμα. Τι στο μπελά μου. Μια ώρα αντέχω. Αλεξάνδρεια πάω, δεν πάω Θεσσαλονίκη. Ωραία βραδιά. Ησυχία. Ωραία ζέστη. Πολύ ζέστη.
Με πέθανε το στομάχι μου. Κοίτα ρε, λες και δεν έχω πόδια. Με πόσα τρέχω; Εκατόν ογδόντα. Εκατόν εξήντα καλά είναι. Δεν είναι να λείψω ένα βράδυ. Θα μου το βγάλει από τη μύτη. Σαράντα χρονών άνθρωπος είμαι. Έπρεπε να μείνω στου Θανάση. Να ξενερώσω. Αυτές οι γαμημένες γραμμές έρχονται κατά πάνω μου. Πού να κοιτάω. Να κοιτάω λοξά στο πλάι. Είναι κι αυτές οι κωλοφωτιές πάνω στις μπάρες που τρέχουν. Σα διάολοι τρέχουν όλα. Ρε μπας κι είμαι ακίνητος. Εκατόν ογδόντα. Ζέστη. Πού είναι το κουμπί; Δεν τον βρίσκω το διάολο. Εδώ ήταν. Φούντωσα. Κοίτα ρε, τρέμει το πόδι μου. Το γκάζι τρέμει ή το πόδι μου. Σα μουδιασμένο. Μούδιασε λίγο. Μπα, ιδέα μου. Να πάθω λέει καμιά ανακοπή στο δρόμο. Πόδι ή χέρι. Τι μουδιάζει άμα έχεις πρόβλημα. Δεξί πόδι. Δεν είναι της καρδιάς. Τι λέω ρε συ; Άσχετο. Χέρι μουδιάζει. Ωραία. Τι άλλο θέλω. Θα τη σκαπουλάρω.
Πάει ο Πέτρος ο φουκαράς; Τον βάλαμε στο χώμα; Τι να λέει ένα μεθύσι δηλαδή. Δε λες πατάω στη γη. Όσο πατάς στη γη όλα ωραία είναι. Χαλάλι και το ξενύχτι για χάρη του και το βάσανο να τρέχω τέτοια ώρα. Προχθές στο σχολείο είχαμε ρίξει το γέλιο της αρκούδας. Γελούσε ο Πέτρος και με βαρούσε στην πλάτη. Α, ρε Πέτρο. Φιλόλογος απ’ τους λίγους. Να ’σαι καλά ρε κολλητέ, όπου κι αν είσαι. Δηλαδή τι όπου; Στο χώμα είσαι να σε φάνε τα σκουλήκια. Πότε πεθαίναμε στα γέλια, πότε τον κλαίγαμε. Α, ρε Πέτρο. Κι ύστερα σου λένε μην πιστεύεις στις προλήψεις. Μου το ’λεγε, ρε συ, σε καλό να μας βγουν τα γέλια. Λες και το ’ξερε. Πού να το ’ξερε δηλαδή όταν το ’λεγε. Δεν πρόλαβε να κλείσει την πόρτα πίσω του. Σωριάστηκε μισός μέσα, μισός έξω. Με τον Αισχύλο παραμάσχαλα. Τρέξαμε, φωνάξαμε. Πάει ο άνθρωπος. Επί τόπου που λένε. Κανένα σημάδι ρε. Γαμώ την καρδιά της. Πώς χτυπάει η πουτάνα. Και μια ωραία εσπέρα σου λέει αυτό ήταν τέρμα. Όσο χτυπήσαμε χτυπήσαμε. Από δω πάνε κι οι άλλοι.
Το μπελά μου, ζαλίζομαι. Τ’ άντερά μου λύθηκαν. Πού είναι αυτό το γαμημένο το κουμπί. Δεν αντέχω τόση ζέστη. Το παράθυρο ρε συ. Καλά είμαι πολύ μαλάκας. Τόση ώρα σκάω εδώ μέσα και να μη σκεφτώ το παράθυρο. Πού είναι το κουμπί; Τι το ’θελα το σαράβαλο του Θανάση; Είναι που δεν αντέχω τη γκρίνια της. Θα την είχα πέσει στον καναπέ του Θανάση. Πού είναι το ρημάδι το κουμπί; Αυτό είναι. Ανακούφιση. Ωραία. Δροσιά. Έχω φύγει. Ονειρεύομαι. Κατρακυλάω. Κοίτα πως χτυπάω στην άσφαλτο. Ξανά. Ρε μήπως δεν είχα βάλει τη ζώνη; Αλήθεια κατρακυλάω. Στροφή ήταν εκεί; Πού είμαι; Το τιμόνι πού είναι; Άκου πώς σπάνε τα κόκαλα. Αλήθεια σπάνε. Ωραίος ουρανός. Πού πήγε το πόδι μου; Ρε συ, πλάκα μου κάνεις. Κόκαλο είναι αυτό; Αίματα; Κόκκινες είναι οι γραμμές στο δρόμο. Άσπρες νόμιζα. Να σηκωθώ. Θα με πάρει κανένα αυτοκίνητο από κάτω. Κατάλαβα. Τα τσάκισα τα χέρια μου. Να συρθώ. Και το είπα να μην πιω τον άμπακα ρε Πέτρο. Τι αναγούλα ρε είναι αυτή. Τώρα θα βγάλω τ’ άντερά μου. Κρυώνω. Τι είναι αυτό; Εμετός; Δεν είναι. Ζεστό είναι και γλυκό. Κρυώνω. Να συρθώ στην άκρη του δρόμου. Να βρω μιαν άκρη. Πού είναι η άκρη;

γιώργος παναγιωτίδης

 επιστροφή