Στέκεται η
παλιά μου σχεδία άβουλη στ' αμίλητα νερά,
άφαντο του
νεκρού Οδυσσέα το σώμα
κι από μνήμη
η ελάχιστη που μου έχει μείνει δε φελά
και πώς να
καλέσω πάλι, απ' τον κάτω κόσμο,
τους
συντρόφους μου να ματίσουμε τα σπασμένα κουπιά,
αντίκρυ στο
νησί των ανθρωποφάγων Λαιστρυγόνων άλλη μια φορά.
Ιθάκη δεν
υπήρξε ποτέ.
Μόνο ένα
νησί ανήμπορο,
ένα κομμάτι
γης παρατημένο για μιαν επιπόλαια περιπλάνηση.
Κι ήταν τόσο
ανώφελο το ταξίδι
και τόση η
βιασύνη μας να μεθύσουμε με την κατήφεια του Άδη.
Μα σάμπως να
ήταν αθάνατος γκρεμίστηκε μεθυσμένος κι ο Ελπήνορας.