Ερώτων και αοράτων
εκδόσεις Γαβριηλίδης 2007
Ένα εσωτερικό οδοιπορικό, μια υπαρξιακή περιπέτεια, μια εξερευνητική αναζήτηση, ένας ψευδαισθητικός αντικατοπτρισμός, ένα μακρύ ταξίδι με προορισμό ένα νέο μακρύ ταξίδι, μια ιστορία χωρίς τέλος. Αυτό είναι το μυθιστόρημα του Γιώργου Παναγιωτίδη «Ερώτων και αοράτων» (εκδ. Γαβριηλίδη, σελ. 265) που έλαβε το φετινό βραβείο μυθιστορήματος του περιοδικού «Διαβάζω». Μια ιστορία μυστηρίου αγίων και δαιμόνων, με εξαϋλωμένες μορφές και φασματικούς ήρωες, με αγίους και σαλούς, με θαύματα και οράματα, με φλεγόμενες από τον ερωτικό πόθο ψυχές και πυρακτωμένες από το πάθος της αλήθειας συνειδήσεις. Μια ποιητική εκδοχή του κόσμου, που η εκφορά των τόνων της άλλοτε παραπέμπει στον Όμηρο και την Αγία Γραφή και άλλοτε στη «Γυναίκα της Ζάκυνθος» και την «Αποκάλυψη του Ιωάννη». Μια σύνθεση ωστόσο με ενότητα και αρκετά ικανοποιητική συνοχή, που με φυσικότητα διαπλέκει τις περιστάσεις της περιπετειώδους μετακίνησης προς το άγνωστο με τους πανίσχυρους κλυδωνισμούς της ψυχής που αγωνιά και ψάχνει.
Ερώτων και αοράτων, της Ελισάβετ Κοτζιά, εφ. Καθημερινή, 08-06-2008
τέσσερα αποσπάσματα
α.
...Ύστερα σφύριξε το τρένο δυο τρεις φορές και πάλι κύλησε πάνω στις ράγες. Ο σιδηρόδρομος χανόταν μετά από μια στροφή μέχρις εκεί που μαύριζαν των βουνών οι ράχες κι όλο ανηφόριζε, πότε κάνοντας ατελείωτες στροφές κυκλώνοντας κάποια πλαγιά και πότε περνώντας μέσα από κάποια άλλη. Το φεγγάρι λιγοστό κι η νύχτα σκοτείνιαζε τον τόπο και μόνο όπου περνούσε το τρένο φωτίζονταν λίγο τα γύρω μέρη, βράχια τραχιά, ακίνητα μεγάλα δέντρα, γκρεμνά, στοές μακριές κι αναγνωρίσιμες με την αντήχηση της μηχανής και πηγαίναμε.
Ένα μεταλλικό σκουλήκι, αφύσικου μεγέθους, έσκαβε στα βουνά τις τρύπες του ακούραστο, έτρωγε το χώμα και γίνονταν από το χώμα άνθρωποι που φαίνονταν να κάθονται και να σκέφτονται μέσα στη διαφανή κοιλιά του. Σκύβω κι εγώ να δω αν κάτι φαίνεται έξω, πέρα από το φως του τρένου, απόλυτο σκοτάδι κι όσο κι αν πηγαίναμε ατελείωτο. Λες κι ήταν δίχως έξοδο η τελευταία στοά που μπήκαμε πριν από πόση ώρα και μας κατάπινε ο οισοφάγος του βουνού στο χωματένιο του στομάχι. Μύρισαν τα βαγόνια από της γης το μέσα, ασφυξία και αποσύνθεση που ζωντανεύει πλάσματα καταχθόνια κι απλώνουν μέσα της τα ξύλινα πλοκάμια τους τα δέντρα. Σπρώχνω το μαλακό παράθυρο με του προσώπου μου την αγωνία, να δω ίσως καλύτερα και βλέπω αντί για πέτρες πως είναι η στοά χτισμένη από κόκαλα και κρανία και μέσα στις μαύρες κόχες τους βλέπω τα παλαιά τους μάτια να με κοιτούν με θλίψη ακίνητη. Κάποτε πολεμιστές που έσκαβαν τάφρους πολέμου, αγρότες που άνοιγαν ακούραστοι σειρές σειρές αυλάκια, παιδιά που έσκυβαν σε λάκκους για να παίξουν κι εργάτες που παίδευαν σε ορύγματα τη ζωή τους, τώρα οστά, κάποτε όμορφα και λευκά με σάρκα τρυφερή ντυμένα και τώρα από της γης τη χώνεψη κιτρινισμένα. Πόσοι επί πόσων άνθρωποι στο χώμα μέσα κι ακόμα πόσες σκέψεις από την κούραση του ταξιδιού, στου κεφαλιού μου την τόση ταλαιπωρία μέσα. Μονάχα τους τα μάτια μου έκλειναν κι άλλοτε νόμιζα ακίνητο το συρμό και το τοπίο να περπατάει κι άλλοτε πάλι δεν ήξερα αν πηγαίναμε εμπρός ή πίσω, αν στρίβαμε δεξιά, αν ήταν αλήθεια ανηφόρα, όλα τούτα τα κάποτε δεδομένα μπερδεύονταν πια με του μυαλού μου τη ναυτία.
β.
...Θέλαμε παραπάνω από ώρα έως το σταθμό του προορισμού μας. Έτσι αφήσαμε τη ζάλη και μας πήρε, ανάμεσα στον ξύπνιο και τον ύπνο κι όπως πολέμαγα με τη νύστα και του συρμού το πέρα δώθε, αναίτια σταμάτησε το τρένο καταμεσής στα όρη. Σταθμό δεν είχε εκεί κοντά κι η μηχανή ακουγότανε σα να τραβούσε ακόμα. Όλοι κοιμόντουσαν πλην από μένα γιατί άμα κατέβηκα να δω τι γίνεται, βρέθηκα μόνος κι ούτε άλλον περίεργο επιβάτη είδα ούτε οδηγό ή μηχανικό να ψάχνουν για κάποια βλάβη. Τότε προβάλλει πίσω από τα δέντρα ένας νέος γυμνός πάνω σ’ άλογο ανήμερο κι ήταν των οπλών η πλαταγή όπως κτυπούσανε το χώμα που μ’ έκανε να το νομίσω έτσι, κοιτάζοντας τα πόδια του ζώου πρώτα μα γρήγορα ανακάλυψα πως η νύχτα ήθελε να με συγχύσει. Ο αναβάτης αχώριστος με τ’ άλογο, ήταν μέχρι τη μέση άνθρωπος και είχε αλογίσιο σώμα. Σκύβει και με παρατηρεί. Σφιχτοδεμένος κι όμορφος με μακριά μαλλιά αχτένιστα και λίγα γένια. Κινιότανε απότομα κι όμοια στρεφόταν το κεφάλι του εδώ κι εκεί σα να το τίναζε. Ύστερα λες και πάλευε με το δισταγμό του θέλοντας κάτι να μου πει, με πλησίαζε κι απομακρυνόταν, μια στα δεξιά και μια στ’ αριστερά μου, σα να χόρευε μα δεν τον άκουγα πια κι ούτε μουσική ή θόρυβος άλλος έφτανε στα αυτιά μου, λες κι ήταν έδαφος ο αέρας ή όλα γύρω μας αέρας πια κι η γη παρμένη από τα πόδια μας.
γ.
...Εμείς, λέγανε τα δέντρα, πιασμένοι στης γης το χωματένιο δέρμα, εμείς που δίχως ν’ ανασαίνουμε ολόκληρους βαρείς χειμώνες δίνουμε στα ζωντανά όλες τους τις ανάσες, εμείς που μαλακώνουμε στων ημερών τη ράχη το δύσκαμπτό μας σώμα, εμείς που βλέπουμε μαζί τα υποχθόνια ν’ ανοίγουνε ανάμεσα στις ρίζες μας ανάερες διόδους και τα φτερωτά καθώς ξαπλώνουνε στα στρώματα του αέρα που λούζουνε τα κλαδιά μας, εμείς που βλέπουμε τα χρόνια γύρω μας να γονατίζουνε νικημένα το ένα μετά το άλλο, εμείς οι αγέρωχοι επί της γης κι απ’ όλους πιο ψηλά ορθωμένοι, σα νιώθουμε το θάνατο, σα βλέπουμε να ξεραίνονται σώματα ζωντανά, ν’ αδειάζουνε την ουσία τους, να επιστρέφουνε το γλυκό χυμό τους, τότε λυγίζουμε και μέσα μας ραγίζουνε οι πράσινές μας φλέβες.
Στάθηκα τότε για μια στιγμή να δω στα δεξιά μου, τα διπλανά του δρόμου δέντρα κι όπως στρίβονταν με βάσανο οι κορμοί τους κι όπως έτειναν τα μακριά τους χέρια, μου έμοιασαν μ’ ανθρώπους κακόσχημους, φτιαγμένους από ξύλο κι είδα που ακουμπούσανε με τ’ ακρινά τους φύλλα τους ώμους των ανθρώπων κι άκουσα καθαρά τα όσα λέγαν. Πλησίασα μετά και είδα πάνω τους τις κάμπιες που σέρνονταν σαλιώνοντας τους τρυφερούς βλαστούς κι άλλες που κάθονταν πιασμένες στα νέα φύλλα με τα πολλά τους πόδια κι ακόμα τους μικρούς άρπαγες, όσους φτερούγιζαν γύρω από τα δέντρα, είδα όλα τούτα τα πλάσματα τα ελάχιστα να έχουν στρέψει τα κεφάλια τους κι ασάλευτα να κοιτούν την κάσα όπως πήγαινε στις πλάτες των χωρικών φορτωμένη κι είχε η στάση τους, το βλέμμα τους μες στα μικρά τους μάτια, κάτι σα σεβασμό να δείξει στο θάνατο τον εγκιβωτισμένο, στα λυπημένα βήματα που έσερνε η μαύρη του συνοδεία. Ξεχάστηκα κι έτσι τάχυνα να φτάσω πάλι τους χωρικούς που είχανε στο μεταξύ μακρύνει.
Κι ακολουθώντας τη ζοφερή των ζωντανών με το νεκρό συνοδοιπορία, συνέχιζα την ίδια ώρα να ρίχνω λοξές ματιές στους πράσινους κατοίκους αυτού του τόπου και προς στιγμή μου φάνηκε πως απευθύνανε τις ερωτήσεις τους σε μένα. Τούτο το περιδιάβασμα είναι λοιπόν ο ύστατος ρεμβασμός του πεθαμένου ανθρώπου; Κι αν τού ’μεινε στο στόμα από το σάλιο του μια σταλιά που δεν κατάπιε, το αχ μες στα πνευμόνια του δίχως να το εκπνεύσει, στα χέρια του που έσφιξε ιδρώτας παγιδευμένος, η αίσθηση ενός φιλιού πάνω στο μέτωπό του, μέσα στη μύτη του η μυρωδιά του σώματός του την ώρα που καταρρέει, το πιο ασήμαντο που πρόλαβε να δει ακίνητο μες στο μυαλό του, κι αν σκάλωσε τ’ όνομά του που κάποιος φώναξε στο βάθος των αυτιών του και πίσω από τα σφαλισμένα μάτια του αν έμειναν δυο δάκρυα τελευταία που δεν προλάβανε να τρέξουν; Τα παίρνει το σώμα τούτα τα λιγοστά μαζί του ή του τα κλέβει η ψυχή να τά ’χει για να θυμάται;
δ.
...περίμενε κοιτώντας το γαλάζιο θεραπευτήριο, τη ζωντανή θάλασσα που σα να της μίλαγε με του νερού της το περπάτημα, το πάνω κάτω, το μέσα έξω και του αφρού της την καθησυχαστική επανάληψη, της έτυχε τότε να σταθεί δίπλα της η πεθαμένη μάνα της. Σχεδόν μισή, όπως τη θυμόταν από το νοσοκομείο όταν την είχανε πάει για τελευταία φορά, τότε που είχε κάμει τον τελευταίο περίπατό της με πόνους όμως να την ραπίζουν και ξάπλωσε στο κρεβάτι όπου θα την έτρωγε ο θάνατος για να τη σβήσει. Έτσι την είδε πάλι τη μάνα της. Αδύνατη πολύ και με μαλλιά αραιωμένα, σκυφτή, με το δέρμα της άνυδρο τόπο και κάπως χαλασμένο, σα να της θύμιζε μ’ αυτό πως ήταν πεθαμένη κι ας στεκόταν όρθια δίπλα της με το οικείο βλέμμα της όπου ήταν μαζί μπερδεμένες η κούραση κι η αγάπη.
Τι θέλεις μάνα μου και με κατατρέχεις, αναρωτήθηκε από μέσα της και μέσα στο βουβό λυγμό της, άπλωσε τα χέρια και μάζεψε τα δικά της τα ξερακιανά και κρύα χέρια και τά ’βαλε στο κεφάλι της πάνω όπως τ’ ακούμπαγε η μάνα της για να τη χαϊδέψει όταν ακόμα ζούσε. Κι όπως από το έρεβος είχε ανοίξει μια πόρτα κι ήρθε η πεθαμένη και σα να έφεγγε η ωχρότητά της μέσα στο σκοτάδι που ήτανε ντυμένη, έτσι λες και κουβάλησε μαζί της λίγο από τον κάτω κόσμο κι ο τόπος συννέφιασε ολόγυρά της, σκοτείνιασαν και τα ρούχα της κόρης της, μαύρισαν πάλι όπως μαύρα ήταν τόσα χρόνια. Ποιος άραγε Θεός το θέλει ν’ ανακατεύεις με το χώμα τη μήτρα που σ’ έφερε από το πουθενά, να την εγκαταλείπεις στη βουλιμία της αποσύνθεσης και να κάνουν γιορτή στο ναό της γέννησής σου σκουλήκια και πλάσματα ζοφερά να καταλύουν τη Θεά αυτή που σ’ έπλασε από τα σπλάχνα της και τώρα χάνεται και μόνο τα κόκαλά της ασπρίζουν πια μέσα στη σαπισμένη της σαρκοφάγο.
Θα καθίσω κοντά σου, της είπε η μάνα της, γιατί είσαι μόνη κι εδώ που απέμεινες μόνο τα δέντρα σ’ ακουμπούν και μόνο τα σύννεφα χαϊδεύουν την ψυχούλα σου μικρή μου κόρη, ερειπωμένη μέσα στο μέγα πλήθος του κόσμου τούτου όπου φουσκώνουν υπερφίαλες οι πόλεις του κι υψώνουν τα σπίτια τους πάνω από τους ανθρώπους και φεύγουν οι δρόμοι τους πέρα από τους τέσσερις ορίζοντες, τόσοι και τόσοι άνθρωποι, φιάλες αδειανές κι όλοι τους σ’ αγνόησαν καλή μου, μονάκριβή μου θυγατέρα. Μα εγώ σε γέννησα να χαίρεσαι, η σάρκα σου είναι σάρκα μου κι οι πόθοι σου παρηγοριά μου, εγώ που μ’ έμελε ν’ αποστραφώ το κρέας και πόνεσε η κοιλιά μου τρεις φορές στη μια ζωή μου, για τα παιδιά μου δυο κι ύστερα απ’ την αρρώστια, ίδια πονά η ψυχή μου τώρα με την ήσυχη ζωή σου. Γιατί μπορούσαν λιγάκι να σ’ αγαπήσουν κι αυτοί δε γύρισαν ούτε να σε κοιτάξουν μια φορά και σ’ άφησαν μονάχη να παλεύεις με το θηρίο της μοναξιάς και της ανεραστίας το τέρας να σε πατά στο στήθος. Έλα να κάτσεις στα πόδια μου να σε ταχταρίσω όπως παλιά και να φιλήσω τα χεράκια σου όπου μου κάνανε αγκαλιές και χάδια όταν σ’ ανάθρεφα, όταν ετραβολόγαγαν τους δυο μαστούς μου και γέλαγα καθώς γέμιζες το στοματάκι σου με το γάλα μου, νέκταρ και αμβροσία.
α.
...Ύστερα σφύριξε το τρένο δυο τρεις φορές και πάλι κύλησε πάνω στις ράγες. Ο σιδηρόδρομος χανόταν μετά από μια στροφή μέχρις εκεί που μαύριζαν των βουνών οι ράχες κι όλο ανηφόριζε, πότε κάνοντας ατελείωτες στροφές κυκλώνοντας κάποια πλαγιά και πότε περνώντας μέσα από κάποια άλλη. Το φεγγάρι λιγοστό κι η νύχτα σκοτείνιαζε τον τόπο και μόνο όπου περνούσε το τρένο φωτίζονταν λίγο τα γύρω μέρη, βράχια τραχιά, ακίνητα μεγάλα δέντρα, γκρεμνά, στοές μακριές κι αναγνωρίσιμες με την αντήχηση της μηχανής και πηγαίναμε.
Ένα μεταλλικό σκουλήκι, αφύσικου μεγέθους, έσκαβε στα βουνά τις τρύπες του ακούραστο, έτρωγε το χώμα και γίνονταν από το χώμα άνθρωποι που φαίνονταν να κάθονται και να σκέφτονται μέσα στη διαφανή κοιλιά του. Σκύβω κι εγώ να δω αν κάτι φαίνεται έξω, πέρα από το φως του τρένου, απόλυτο σκοτάδι κι όσο κι αν πηγαίναμε ατελείωτο. Λες κι ήταν δίχως έξοδο η τελευταία στοά που μπήκαμε πριν από πόση ώρα και μας κατάπινε ο οισοφάγος του βουνού στο χωματένιο του στομάχι. Μύρισαν τα βαγόνια από της γης το μέσα, ασφυξία και αποσύνθεση που ζωντανεύει πλάσματα καταχθόνια κι απλώνουν μέσα της τα ξύλινα πλοκάμια τους τα δέντρα. Σπρώχνω το μαλακό παράθυρο με του προσώπου μου την αγωνία, να δω ίσως καλύτερα και βλέπω αντί για πέτρες πως είναι η στοά χτισμένη από κόκαλα και κρανία και μέσα στις μαύρες κόχες τους βλέπω τα παλαιά τους μάτια να με κοιτούν με θλίψη ακίνητη. Κάποτε πολεμιστές που έσκαβαν τάφρους πολέμου, αγρότες που άνοιγαν ακούραστοι σειρές σειρές αυλάκια, παιδιά που έσκυβαν σε λάκκους για να παίξουν κι εργάτες που παίδευαν σε ορύγματα τη ζωή τους, τώρα οστά, κάποτε όμορφα και λευκά με σάρκα τρυφερή ντυμένα και τώρα από της γης τη χώνεψη κιτρινισμένα. Πόσοι επί πόσων άνθρωποι στο χώμα μέσα κι ακόμα πόσες σκέψεις από την κούραση του ταξιδιού, στου κεφαλιού μου την τόση ταλαιπωρία μέσα. Μονάχα τους τα μάτια μου έκλειναν κι άλλοτε νόμιζα ακίνητο το συρμό και το τοπίο να περπατάει κι άλλοτε πάλι δεν ήξερα αν πηγαίναμε εμπρός ή πίσω, αν στρίβαμε δεξιά, αν ήταν αλήθεια ανηφόρα, όλα τούτα τα κάποτε δεδομένα μπερδεύονταν πια με του μυαλού μου τη ναυτία.
β.
...Θέλαμε παραπάνω από ώρα έως το σταθμό του προορισμού μας. Έτσι αφήσαμε τη ζάλη και μας πήρε, ανάμεσα στον ξύπνιο και τον ύπνο κι όπως πολέμαγα με τη νύστα και του συρμού το πέρα δώθε, αναίτια σταμάτησε το τρένο καταμεσής στα όρη. Σταθμό δεν είχε εκεί κοντά κι η μηχανή ακουγότανε σα να τραβούσε ακόμα. Όλοι κοιμόντουσαν πλην από μένα γιατί άμα κατέβηκα να δω τι γίνεται, βρέθηκα μόνος κι ούτε άλλον περίεργο επιβάτη είδα ούτε οδηγό ή μηχανικό να ψάχνουν για κάποια βλάβη. Τότε προβάλλει πίσω από τα δέντρα ένας νέος γυμνός πάνω σ’ άλογο ανήμερο κι ήταν των οπλών η πλαταγή όπως κτυπούσανε το χώμα που μ’ έκανε να το νομίσω έτσι, κοιτάζοντας τα πόδια του ζώου πρώτα μα γρήγορα ανακάλυψα πως η νύχτα ήθελε να με συγχύσει. Ο αναβάτης αχώριστος με τ’ άλογο, ήταν μέχρι τη μέση άνθρωπος και είχε αλογίσιο σώμα. Σκύβει και με παρατηρεί. Σφιχτοδεμένος κι όμορφος με μακριά μαλλιά αχτένιστα και λίγα γένια. Κινιότανε απότομα κι όμοια στρεφόταν το κεφάλι του εδώ κι εκεί σα να το τίναζε. Ύστερα λες και πάλευε με το δισταγμό του θέλοντας κάτι να μου πει, με πλησίαζε κι απομακρυνόταν, μια στα δεξιά και μια στ’ αριστερά μου, σα να χόρευε μα δεν τον άκουγα πια κι ούτε μουσική ή θόρυβος άλλος έφτανε στα αυτιά μου, λες κι ήταν έδαφος ο αέρας ή όλα γύρω μας αέρας πια κι η γη παρμένη από τα πόδια μας.
γ.
...Εμείς, λέγανε τα δέντρα, πιασμένοι στης γης το χωματένιο δέρμα, εμείς που δίχως ν’ ανασαίνουμε ολόκληρους βαρείς χειμώνες δίνουμε στα ζωντανά όλες τους τις ανάσες, εμείς που μαλακώνουμε στων ημερών τη ράχη το δύσκαμπτό μας σώμα, εμείς που βλέπουμε μαζί τα υποχθόνια ν’ ανοίγουνε ανάμεσα στις ρίζες μας ανάερες διόδους και τα φτερωτά καθώς ξαπλώνουνε στα στρώματα του αέρα που λούζουνε τα κλαδιά μας, εμείς που βλέπουμε τα χρόνια γύρω μας να γονατίζουνε νικημένα το ένα μετά το άλλο, εμείς οι αγέρωχοι επί της γης κι απ’ όλους πιο ψηλά ορθωμένοι, σα νιώθουμε το θάνατο, σα βλέπουμε να ξεραίνονται σώματα ζωντανά, ν’ αδειάζουνε την ουσία τους, να επιστρέφουνε το γλυκό χυμό τους, τότε λυγίζουμε και μέσα μας ραγίζουνε οι πράσινές μας φλέβες.
Στάθηκα τότε για μια στιγμή να δω στα δεξιά μου, τα διπλανά του δρόμου δέντρα κι όπως στρίβονταν με βάσανο οι κορμοί τους κι όπως έτειναν τα μακριά τους χέρια, μου έμοιασαν μ’ ανθρώπους κακόσχημους, φτιαγμένους από ξύλο κι είδα που ακουμπούσανε με τ’ ακρινά τους φύλλα τους ώμους των ανθρώπων κι άκουσα καθαρά τα όσα λέγαν. Πλησίασα μετά και είδα πάνω τους τις κάμπιες που σέρνονταν σαλιώνοντας τους τρυφερούς βλαστούς κι άλλες που κάθονταν πιασμένες στα νέα φύλλα με τα πολλά τους πόδια κι ακόμα τους μικρούς άρπαγες, όσους φτερούγιζαν γύρω από τα δέντρα, είδα όλα τούτα τα πλάσματα τα ελάχιστα να έχουν στρέψει τα κεφάλια τους κι ασάλευτα να κοιτούν την κάσα όπως πήγαινε στις πλάτες των χωρικών φορτωμένη κι είχε η στάση τους, το βλέμμα τους μες στα μικρά τους μάτια, κάτι σα σεβασμό να δείξει στο θάνατο τον εγκιβωτισμένο, στα λυπημένα βήματα που έσερνε η μαύρη του συνοδεία. Ξεχάστηκα κι έτσι τάχυνα να φτάσω πάλι τους χωρικούς που είχανε στο μεταξύ μακρύνει.
Κι ακολουθώντας τη ζοφερή των ζωντανών με το νεκρό συνοδοιπορία, συνέχιζα την ίδια ώρα να ρίχνω λοξές ματιές στους πράσινους κατοίκους αυτού του τόπου και προς στιγμή μου φάνηκε πως απευθύνανε τις ερωτήσεις τους σε μένα. Τούτο το περιδιάβασμα είναι λοιπόν ο ύστατος ρεμβασμός του πεθαμένου ανθρώπου; Κι αν τού ’μεινε στο στόμα από το σάλιο του μια σταλιά που δεν κατάπιε, το αχ μες στα πνευμόνια του δίχως να το εκπνεύσει, στα χέρια του που έσφιξε ιδρώτας παγιδευμένος, η αίσθηση ενός φιλιού πάνω στο μέτωπό του, μέσα στη μύτη του η μυρωδιά του σώματός του την ώρα που καταρρέει, το πιο ασήμαντο που πρόλαβε να δει ακίνητο μες στο μυαλό του, κι αν σκάλωσε τ’ όνομά του που κάποιος φώναξε στο βάθος των αυτιών του και πίσω από τα σφαλισμένα μάτια του αν έμειναν δυο δάκρυα τελευταία που δεν προλάβανε να τρέξουν; Τα παίρνει το σώμα τούτα τα λιγοστά μαζί του ή του τα κλέβει η ψυχή να τά ’χει για να θυμάται;
δ.
...περίμενε κοιτώντας το γαλάζιο θεραπευτήριο, τη ζωντανή θάλασσα που σα να της μίλαγε με του νερού της το περπάτημα, το πάνω κάτω, το μέσα έξω και του αφρού της την καθησυχαστική επανάληψη, της έτυχε τότε να σταθεί δίπλα της η πεθαμένη μάνα της. Σχεδόν μισή, όπως τη θυμόταν από το νοσοκομείο όταν την είχανε πάει για τελευταία φορά, τότε που είχε κάμει τον τελευταίο περίπατό της με πόνους όμως να την ραπίζουν και ξάπλωσε στο κρεβάτι όπου θα την έτρωγε ο θάνατος για να τη σβήσει. Έτσι την είδε πάλι τη μάνα της. Αδύνατη πολύ και με μαλλιά αραιωμένα, σκυφτή, με το δέρμα της άνυδρο τόπο και κάπως χαλασμένο, σα να της θύμιζε μ’ αυτό πως ήταν πεθαμένη κι ας στεκόταν όρθια δίπλα της με το οικείο βλέμμα της όπου ήταν μαζί μπερδεμένες η κούραση κι η αγάπη.
Τι θέλεις μάνα μου και με κατατρέχεις, αναρωτήθηκε από μέσα της και μέσα στο βουβό λυγμό της, άπλωσε τα χέρια και μάζεψε τα δικά της τα ξερακιανά και κρύα χέρια και τά ’βαλε στο κεφάλι της πάνω όπως τ’ ακούμπαγε η μάνα της για να τη χαϊδέψει όταν ακόμα ζούσε. Κι όπως από το έρεβος είχε ανοίξει μια πόρτα κι ήρθε η πεθαμένη και σα να έφεγγε η ωχρότητά της μέσα στο σκοτάδι που ήτανε ντυμένη, έτσι λες και κουβάλησε μαζί της λίγο από τον κάτω κόσμο κι ο τόπος συννέφιασε ολόγυρά της, σκοτείνιασαν και τα ρούχα της κόρης της, μαύρισαν πάλι όπως μαύρα ήταν τόσα χρόνια. Ποιος άραγε Θεός το θέλει ν’ ανακατεύεις με το χώμα τη μήτρα που σ’ έφερε από το πουθενά, να την εγκαταλείπεις στη βουλιμία της αποσύνθεσης και να κάνουν γιορτή στο ναό της γέννησής σου σκουλήκια και πλάσματα ζοφερά να καταλύουν τη Θεά αυτή που σ’ έπλασε από τα σπλάχνα της και τώρα χάνεται και μόνο τα κόκαλά της ασπρίζουν πια μέσα στη σαπισμένη της σαρκοφάγο.
Θα καθίσω κοντά σου, της είπε η μάνα της, γιατί είσαι μόνη κι εδώ που απέμεινες μόνο τα δέντρα σ’ ακουμπούν και μόνο τα σύννεφα χαϊδεύουν την ψυχούλα σου μικρή μου κόρη, ερειπωμένη μέσα στο μέγα πλήθος του κόσμου τούτου όπου φουσκώνουν υπερφίαλες οι πόλεις του κι υψώνουν τα σπίτια τους πάνω από τους ανθρώπους και φεύγουν οι δρόμοι τους πέρα από τους τέσσερις ορίζοντες, τόσοι και τόσοι άνθρωποι, φιάλες αδειανές κι όλοι τους σ’ αγνόησαν καλή μου, μονάκριβή μου θυγατέρα. Μα εγώ σε γέννησα να χαίρεσαι, η σάρκα σου είναι σάρκα μου κι οι πόθοι σου παρηγοριά μου, εγώ που μ’ έμελε ν’ αποστραφώ το κρέας και πόνεσε η κοιλιά μου τρεις φορές στη μια ζωή μου, για τα παιδιά μου δυο κι ύστερα απ’ την αρρώστια, ίδια πονά η ψυχή μου τώρα με την ήσυχη ζωή σου. Γιατί μπορούσαν λιγάκι να σ’ αγαπήσουν κι αυτοί δε γύρισαν ούτε να σε κοιτάξουν μια φορά και σ’ άφησαν μονάχη να παλεύεις με το θηρίο της μοναξιάς και της ανεραστίας το τέρας να σε πατά στο στήθος. Έλα να κάτσεις στα πόδια μου να σε ταχταρίσω όπως παλιά και να φιλήσω τα χεράκια σου όπου μου κάνανε αγκαλιές και χάδια όταν σ’ ανάθρεφα, όταν ετραβολόγαγαν τους δυο μαστούς μου και γέλαγα καθώς γέμιζες το στοματάκι σου με το γάλα μου, νέκταρ και αμβροσία.
γιώργος παναγιωτίδης
η πρόσκληση της παρουσίασης του "Ερώτων και αοράτων" τον Οκτώβριο του 2008, στο πρώτο βιβλιοπωλείο των εκδόσεων Γαβριηλίδης |