Art Bar Ποιήματα και εγκλήματα, 27 Ιουνίου 2012
Ο ποιητικός λόγος του Γιώργου Παναγιωτίδη διατρέχεται από αιμάτινες φλέβες, είναι υδαρής και πνέων, διαθέτει χαρίσματα υφολογικά και, περισσότερο από κάθε τι άλλο, προτείνει μια θέαση του κόσμου που στοιχειοθετείται από τον ίδιο, είναι στερεή και αποφαίνεται ωφέλιμη: καταπραϋντική αλλά και άξαφνη, αλλόκοτη όσο και σταθμισμένη με το ειδικό βάρος του δημιουργού που γνωρίζει τα όρια της συνείδησης και παρά ταύτα δοκιμάζεται στο επέκεινα... Η παρένθετη πεζογραφική διαδρομή του, σύντομη έως στιγμής και εμφανής, συμπληρώνει τον χώρο που αφήνει ακάλυπτο το ποιητικό κελάρυσμα στον ποταμό της αφηγούμενης ιδέας και της ανακλαστικής εικόνας.
Γιάννης Αντιόχου - Γιώργος Παναγιωτίδης |
Εξηγώντας, η συνεχής ροή του λόγου του, μοιάζει αυθόρμητη διαδικασία αλλά ωστόσο ο προσεκτικός αναγνώστης αντιλαμβάνεται τα «κρυφά αντικείμενα» που αφήνει από στίχο σε στίχο και από ποίημα σε ποίημα για να αναφερθεί στην περιπέτεια της κοινωνία; και του ατόμου, της εσωτερική; χάρτας και του εξωτερικού περιγράμματος της ζωής, την αισθητική επιλογή και τη διανοητική απαίτηση για τον εαυτό του και τον αναγνώστη.
Από προσωπική ζήτηση με τον ίδιο, αξίζει να γίνει εδώ μια αναφορά στο πρώτο ποίημα της συλλογής «Χρέος» όπου με προγραμματική διάθεση ο ποιητής υποδεικνύει την επιθυμία του να εκφραστεί με ποιητικούς τρόπους που εν πρώτοις δεν παραλληλίζονται (κι εννοείται εδώ ο μοντερνισμός με τον συμβολισμό, η εξομολογητική αφήγηση και η μετρική επικάλυψη του στίχου). Άλλωστε, η εμφανής αναφορά στον Ελύτη, στο πρώτο ποίημα και στον Σεφέρη, στο τελευταίο, όσο και ο σολωμικός υπαινιγμός επιχειρεί ένα δημιουργικό διαλεκτικό προσπέρασμα και μια νέα ματιά στις εκφραστικές καταβολές από τη γενιά του 1930, ένας δρόμος που περνά από την εσωστρέφεια του «τι θέλει να πει ο ποιητής» στην εξωστρέφεια και την αποτύπωση της συναισθηματικής συγκίνησης.
Το βιβλίο είναι απαιτητικό… Και θα είναι άδικη η όποια προσπάθεια προσέγγισής του, στην πολυεπίπεδη υπόστασή του, μέσα από μια δεκάλεπτη ομιλία.... Παρά ταύτα, αξίζει να γίνει αναφορά σε μία από τις ενότητες, το «Ωρολόγιο», όπου στα έξι ποιήματα που συμπεριλαμβάνονται, διατυπώνεται αδρά η ποιητική ταυτότητα του Παναγιωτίδη. Για τον ποιητή ο χρόνος είναι μια προσλαμβάνουσα της ερμηνείας του κόσμου. Βασική συνιστώσα αποτελεί η μέτρησή του, δηλαδή η διαδικασία μιας άσκησης διανοητικής για το είναι και το φαίνεσθαι, καθώς και η μεταφυσική δυναμική του. Το συγκεκριμένο ωρολόγιο υπερασπίζεται το δικαίωμα και την ικανότητα του δημιουργού να κατακερματίσει το σκληρό κέλυφος του χρόνου ώστε να αποδειχθεί η υλικότητα των πραγμάτων και να αναδυθεί η ουσία της ανθρώπινης φύσης. Σ’ αυτή τη δοκιμασία υποβάλλεται τόσο ο δημιουργός όσο και οι συνοδοιπόροι που θα εισέλθουν και θα δεχθούν αυτή την αξιωματική θέση: ο χρόνος υπάρχει, οι ώρες εναλλάσσονται και συσσωρεύονται, το ον είναι δέσμιο της σχέσης με τη στιγμή, αφού η ολότητα ως υπαρξιακό terminus δεν υφίσταται δίχως τις συντεταγμένες του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος. Ο χρόνος για τον ποιητή είναι επίπλαστος, γλυπτός, όταν σημειώνει «Μ’ ένα λεπτό που παίρνω απ’ την ώρα / κλιμακώνω το σώμα της το κρυφό». Ο χρόνος για τον ποιητή είναι φοβική σκιά ( «Δωμάτιο δώδεκα γραμμές, ωρολόγιο σκοτεινό / που όλο σέρνεται και σκοτεινιάζει μαζί / σωπαίνει σβηστό το φως / είναι κι οι γραμμές σβηστές») αλλά επίσης ο χρόνος είναι τροφός για τον στοχασμό των σχημάτων, της ανθρώπινης ενέργειας, των αιτίων και των αιτιατών που συναπαρτίζουν την Ιστορία («Ώρες άναρχες κι άλλες / καλλιεργούμενες από ωρολόγια / μικρές ενάρξεις, θερισμένα γεγονότα / ανθεκτικές ή ευαίσθητες / τελειωμένες στην παγωνιά ενός τέλους / και στον καύσο μιας αρχής καμένες»).
Το πιο ενδιαφέρον σημείο αυτής της ενότητα; είναι η ειδολογική προσέγγιση του χρόνου από τον ποιητή. «Στον κήπο με τις ώρες» η μέτρηση του χρόνου σχηματοποιείται, αποκτά υπόσταση επηρεάζοντας το θυμικό, τη συνείδηση, τη συναισθηματική κατάσταση. Οι ώρες γίνονται καταφύγια και φράχτες, προφυλάσσουν και επιτάσσουν, έχουν ιδιότητα; ωφέλιμες είτε επικινδυνότητα, πρέπει να αντιμετωπίζονται ως μυστήριο ή ως ένα κενό ανάμεσα στην ψυχή και τον Θεό. Ο ποιητή; αναρωτιέται για τον τρόπο που οφείλει να διαχειριστεί τον χρόνο, και διατυπώνει αδρά την ανάγκη να δηλώσει «παρών» στον κόσμο, να συνδιαλεχθεί με τη ζωή (στο ποίημα «Απ’ τις ώρες»), να βιώσει όλο το φάσμα της ευτυχίας και να σκοντάψει στον φόβο της πρόσκαιρων, να βουτήξει και ν’ αναδυθεί στον ορίζοντα της ένσαρκης παρουσίας του στον χώρο. Τα έξι ποιήματα της ενότητας προτείνουν την προνομιακή μετάβαση σ’ ένα επιθυμητό σύμπαν μικρών πραγμάτων: το φυλαγμένο όνειρο, οι τοίχοι που μαυρίζουν, τα βλέμματα από το παράθυρο το χάρτινο, η γριά Μώρα η εφιαλτική, οι φλυαρίες του καθιστικού, ο αγαπημένο; θυμός, η κρεβατοκάμαρα, το μπαλκόνι και το ανυπόμονο σάλιο, τα ξεχασμένα γένια, η πούδρα από το δέρμα, η ομπρέλα με χρυσή κλωστή... Και είναι αυτά που κάνουν τα ποιήματα ξεχωριστά, είναι αυτά που συστήνουν την ειδοποιό διαφορά...
Ο ποιητικός λόγος του Γιώργου Παναγιωτίδη δεν διεκδικεί την απόδοση των σκήπτρων σ’ έναν τραγωδό ή σ’ έναν παράτολμο «κατασκευαστή τραγουδιών και τραγουδιστή λέξεων» κατά τον George Steiner αλλά ως δημιουργικό πνεύμα επιδιώκει να επισύρει την προσοχή στο αίνιγμα των ανθρώπινων διαστάσεων με χαμηλή, όχι μετριασμένη, φωνή, με συγκατάβαση καθόλου θλιμμένη αλλά αντιθέτως, κάποιες φορές, με έναν παιχνιδιάρικο τόνο γεμάτο υπονοούμενα-οδηγούς για τις επόμενες αναγνώσεις.