Ξεχνάω εύκολα. Να το
πεις θέμα ηλικίας; Τι να σου πω. Πόσο είμαι δεν το θυμάμαι. Ογδόντα πατημένα;
Ογδόντα φευγάτα; Θα σε γελάσω. Είδα κήπο και μπήκα. Ωραίος κήπος όμως. Σαν
κήπος δηλαδή όχι σαν εκείνο το πράγμα που μένω. Μέσα στο σκουπίδι είναι. Έχει
και δυο δέντρα ψωριάρικα. Απέναντι από το Χρηματιστήριο μένω. Είναι μια στοά
και μετά η αυλή της Εμπορικής. Αριστερά όπως μπαίνεις είναι η ΔΕΗ. Εγώ μένω
δεξιά. Δίπλα στα σκαλοπάτια. Να σου πω παράπονο δεν έχω. Ήσυχα είναι. Κάτι
μαστούρηδες μόνο. Αυτοί που πάνε να πληρώσουν τη ΔΕΗ, πάνε απ’ έξω απ’ το
δρόμο. Διότι σου λένε μην πέσει πάνω μου κανένας βρωμιάρης και κολλήσω καμιά
αρρώστια. Εγώ πάλι ανάγκη δεν έχω. Έχω γερή κράση. Αφού να σκεφτείς σ’ αυτήν
την ηλικία και βγάζω μαλλιά. Καλά μη με κοιτάς έτσι, άμα λουστώ να με δεις.
Γιατί αμφιβάλλεις; Βεβαίως και θα με ξαναδείς. Να είσαι βέβαιος κύριε, πώς σε
είπαμε, Ευαγγέλη. Μάλιστα κύριε Ευαγγέλη Ζάππα, που λες, είπαμε δε θυμάμαι αλλά
δε χάνομαι και ποτέ. Διότι μ’ αρέσει να παίρνω τους δρόμους. Περπατάω πολύ.
Όπου με βγάλει. Να πούμε την αλήθεια κάθομαι και σε κανένα παγκάκι άμα
κουραστώ. Άνθρωπος είμαι. Κουράζομαι. Όμως δε χάνομαι ποτέ. Έχω σύστημα. Έχω
αυτό το τεφτέρι και γράφω. Γράφω. Ας πούμε. Βασιλίσσης Αμαλίας. Βουλή. Στρίβω
αριστερά. Φοίνικες δεξιά. Φοίνικες αριστερά. Μετά τα διαβάζω ανάποδα και γυρίζω
στη βάση μου. Παραδέχεσαι; Να εδώ είναι το Ζάππειον. Βλέπεις; Το γράφει εκεί
πάνω. Πάνω απ’ αυτές τις οκτώ κολώνες. Ζάππειον. Σκάλισμα που το έχουν όμως οι
άτιμες. Αρχαίες είναι, νέες, τι να σου πω. Πάντως τα έχουν τα χρονάκια τους.
Απ’ τα δικά μου πιο πολλά σίγουρα. Όρθιες όμως. Κι αστράφτουν στον ήλιο. Εγώ σα
κορινθιακή σταφίδα. Να τσίμπα καμιά σταφίδα. Σταφίδα, στραγάλι ανάμικτο.
Καρφούρ είναι. Η κυρία Φωφώ μού τα φέρνει, κάθε πρωί. Υπάλληλος της Εμπορικής.
Παράπονο δεν έχω. Μου φέρνει και το φαγητό μου το μαγειρευτό, μου φέρνει και το
γλυκό μου και το στραγάλι μου. Τα πάντα. Το στραγάλι πάντως αφράτο. Κοίτα σα
κωλαράκι. Θες; Δε θες. Καλά. Δεν είναι με το ζόρι. Καμιά φορά αφήνω και
στραγάλια στο δρόμο να είμαι σίγουρος. Άμα τ’ αφήνεις σε καλή θέση δεν τα
πειράζει κανείς. Στην επιστροφή μάλιστα τα καθαρίζω με τα δάχτυλα, να έτσι, και
τα τρώω. Κρίμα είναι. Ειδικά όταν έχει υγρασία, μαλακώνουν, σπουδαία γίνονται.
Κοίτα το πάντως βρε παιδί μου το στραγάλι, σα κωλαράκι είναι. Σαν εκείνον,
κάτσε να δεις πώς τον λένε. Το έχω γράψει, θα το βρω. Εδώ στο κήπο τον είδα κι
αυτόν. Βρε Ευαγγέλη μου, έχει όμως ένα σώμα ο μπαγάσας. Δηλαδή να, κωλαράκι σα
το στραγάλι να πούμε αφράτο. Μεταξύ μας, εγώ φταίω που το παρατήρησα; Αυτός μου
το μοστράρει. Εδώ τον έχω γραμμένο. Ξυλοθραύστης, Δημήτρης. Δημήτρη θα τον
λένε. Πάντως, η αλήθεια είναι ότι το μάρμαρο το σιχαίνομαι. Βλέπεις τώρα να
πούμε τον Δημήτρη με το κωλαράκι ολοζώντανο. Και χίλια χρόνια να περάσουν το
ίδιο θα είναι. Τι να δεις εμένα. Θα σου γυρίσει το άντερο. Στα νιάτα μου να μ’
έβλεπες. Ο Δημήτρης μπροστά μου χαρτωσιά. Αυτό μ’ έφαγε. Αλλιώς θα είχα τώρα
παιδιά να με κοιτάξουν. Εντάξει, δεν λέω τη γλέντησα τη ζωή μου. Παράπονο δεν
έχω. Αν θυμάμαι καλά δηλαδή. Να, κύριε Ευαγγέλη μου, κάτι τέτοια άμα δε τα
θυμάμαι, θυμώνω. Θυμώνω να πούμε, να μη θυμάμαι πώς ήταν ο τάδε. Τίποτα. Κολλάει
το ρημάδι. Κι άμα ξεκολλήσει ξεχνάω μετά τι ήθελα να θυμηθώ. Μεγάλη μανούρα.
Κοίτα βρε παιδί μου που πιάσαμε την κουβέντα και ξεχάστηκα. Εδώ στο τεφτέρι
γράφω έντεκα η ώρα στο καλλιμάρμαρο. Ζάππειο, Αίγλη, μετά ευθεία. Στο
καλλιμάρμαρο απ’ έξω θα βρω την κόρη μου τη Φωφώ. Κόκκινο αυτοκίνητο. Να ‘σαι
καλά Ευαγγέλη μου.
(δημοσιευμένο στο λογ/κο περιοδικό "Πόρφυρας", τεύχος 144)