ποίηση
εκδόσεις Γαβριηλίδης 2014
ΚΥΜΑ ΑΛΜΑ
Πλέχει στον κόσμο η ψυχή μου
όρτσα πρίμα η απαντοχή μου
δέκα φουρτούνες και μία κάλμα
πλέχει πανί κουρέλι
πάει ένα κύμα ένα άλμα
κι ούτε κάβους ούτε καβοδέτες θέλει
μόνο ελεύθερη να πλέχει
για την αγάπη του απέραντου
μ’ όψη παιδιού αμάραντου.
γιώργος παναγιωτίδης
πρώτη δημοσίευση στο e-poema (ηλεκτρονικό τεύχος 18)
Μαρία Στασινοπούλου: Γιώργος Παναγιωτίδης, Κύμα Άλμα, εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2014 (εφημερίδα των Συντακτών)
Ιφιγένεια Σιαφάκα: Γιώργος Παναγιωτίδης, Κύμα Άλμα, εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2014
...Όσοι ανήκουν στη γενιά του Παναγιωτίδη ηλικιακά, γεννημένου στα μέσα της δεκαετίας του ’60, μπορούν πολύ εύκολα να ταυτιστούν και να συγκινηθούν από την ανάπλαση μιας εποχής, που υπήρξε μεταβατική και η οποία στη συλλογή ξεκινά από την παιδική ηλικία, περνά την εφηβεία και την εποχή των νησιών με τα ατέλειωτα μπλε αλλά και μελαγχολικά καλοκαίρια και φτάνει στην εποχή της ωριμότητας, πλέον, των σημερινών πενηντάρηδων. Πρόκειται για μία γενιά που άκουσε στην παιδική της ηλικία για τη Χούντα, το Πολυτεχνείο και την Κύπρο, έζησε στην οικογένεια το μικροαστικό όνειρο της δεκαετίας του ’70 και τον οικοδομικό οργασμό του αυθαίρετου της εποχής για τις καλοκαιρινές διακοπές∙ φόρεσε ποδιές και απήγγειλε με περηφάνια πατριωτικά ποιήματα, έκανε παρελάσεις, έζησε τα πρώτα μεικτά σχολεία, έβγαλε πανηγυρικά τις ποδιές και συμμετείχε πρώτη φορά σε διοικητικά συμβούλια μαθητικών κοινοτήτων∙ είδε στην εφηβεία της το όραμα του σοσιαλισμού και το παιχνίδι της εναλλαγής στην εξουσία της βουστροφηδόν ελληνικής πολιτικής, έζησε τη μεγαλομανία και τη φτήνια του νεόπλουτου Έλληνα, ενώ, τέλος, βιώνει σήμερα το έσχατο, τη σήψη και την παρακμή ολόκληρης της χώρας – μόνοι επιστρέφουμε ολοένα /στα σπίτια που μας πήρανε/ στα σπίτια μας που στέκονται χωρίς εμάς/ μνήματα τυφλά στη μέθη αποσταμένα. (Ένας κανένας). Πρόκειται για μία γενιά που, αν και δεν έζησε πολέμους, νιώθει κυρίως προδομένη από τις φαμφάρες στα προεκλογικά μπαλκόνια, τις χυδαιότητες των μέσων ενημέρωσης, τα ψεύδη μιας κίβδηλης και λάμπουσας συνάμα εποχής∙ για την τελευταία ίσως γενιά που είχε όραμα με ξεκάθαρα σημεία αναφοράς, προτού όλα να μπουν στο μπλέντερ μίας μη οριοθετημένης «εξέγερσης», που εκφράστηκε στα σχολεία, από κει και στο εξής, μ’ έναν αφασικό και μπερδεμένο λόγο∙ μία γενιά που ψιθυρίζει μ’ ένα αίσθημα πικρίας –ήταν η σπηλιά, μικρό δωμάτιο του βουνού/ στα μέτρα του ανθρώπου, και πώς/ ν’ αποδράσουμε κρεμασμένοι σ’ ένα ψέμα (Πολύφημος)∙ μια γενιά που έζησε μία απότομη μετάβαση σ’ έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο. Πόσο μάλλον όταν σήμερα ο εχθρός είναι παγκόσμιος, μη προσδιορίσιμος και αόρατος – κι ο εχθρός δεν έχει πρόσωπο /να του κάψουμε το ένα μάτι έστω (Ένας κανένας)...
επιστροφή
εκδόσεις Γαβριηλίδης 2014
ΚΥΜΑ ΑΛΜΑ
Πλέχει στον κόσμο η ψυχή μου
όρτσα πρίμα η απαντοχή μου
δέκα φουρτούνες και μία κάλμα
πλέχει πανί κουρέλι
πάει ένα κύμα ένα άλμα
κι ούτε κάβους ούτε καβοδέτες θέλει
μόνο ελεύθερη να πλέχει
για την αγάπη του απέραντου
μ’ όψη παιδιού αμάραντου.
γιώργος παναγιωτίδης
πρώτη δημοσίευση στο e-poema (ηλεκτρονικό τεύχος 18)
Μαρία Στασινοπούλου: Γιώργος Παναγιωτίδης, Κύμα Άλμα, εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2014 (εφημερίδα των Συντακτών)
Ιφιγένεια Σιαφάκα: Γιώργος Παναγιωτίδης, Κύμα Άλμα, εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2014
(απόσπασμα κριτικής ανάλυσης)
...Όσοι ανήκουν στη γενιά του Παναγιωτίδη ηλικιακά, γεννημένου στα μέσα της δεκαετίας του ’60, μπορούν πολύ εύκολα να ταυτιστούν και να συγκινηθούν από την ανάπλαση μιας εποχής, που υπήρξε μεταβατική και η οποία στη συλλογή ξεκινά από την παιδική ηλικία, περνά την εφηβεία και την εποχή των νησιών με τα ατέλειωτα μπλε αλλά και μελαγχολικά καλοκαίρια και φτάνει στην εποχή της ωριμότητας, πλέον, των σημερινών πενηντάρηδων. Πρόκειται για μία γενιά που άκουσε στην παιδική της ηλικία για τη Χούντα, το Πολυτεχνείο και την Κύπρο, έζησε στην οικογένεια το μικροαστικό όνειρο της δεκαετίας του ’70 και τον οικοδομικό οργασμό του αυθαίρετου της εποχής για τις καλοκαιρινές διακοπές∙ φόρεσε ποδιές και απήγγειλε με περηφάνια πατριωτικά ποιήματα, έκανε παρελάσεις, έζησε τα πρώτα μεικτά σχολεία, έβγαλε πανηγυρικά τις ποδιές και συμμετείχε πρώτη φορά σε διοικητικά συμβούλια μαθητικών κοινοτήτων∙ είδε στην εφηβεία της το όραμα του σοσιαλισμού και το παιχνίδι της εναλλαγής στην εξουσία της βουστροφηδόν ελληνικής πολιτικής, έζησε τη μεγαλομανία και τη φτήνια του νεόπλουτου Έλληνα, ενώ, τέλος, βιώνει σήμερα το έσχατο, τη σήψη και την παρακμή ολόκληρης της χώρας – μόνοι επιστρέφουμε ολοένα /στα σπίτια που μας πήρανε/ στα σπίτια μας που στέκονται χωρίς εμάς/ μνήματα τυφλά στη μέθη αποσταμένα. (Ένας κανένας). Πρόκειται για μία γενιά που, αν και δεν έζησε πολέμους, νιώθει κυρίως προδομένη από τις φαμφάρες στα προεκλογικά μπαλκόνια, τις χυδαιότητες των μέσων ενημέρωσης, τα ψεύδη μιας κίβδηλης και λάμπουσας συνάμα εποχής∙ για την τελευταία ίσως γενιά που είχε όραμα με ξεκάθαρα σημεία αναφοράς, προτού όλα να μπουν στο μπλέντερ μίας μη οριοθετημένης «εξέγερσης», που εκφράστηκε στα σχολεία, από κει και στο εξής, μ’ έναν αφασικό και μπερδεμένο λόγο∙ μία γενιά που ψιθυρίζει μ’ ένα αίσθημα πικρίας –ήταν η σπηλιά, μικρό δωμάτιο του βουνού/ στα μέτρα του ανθρώπου, και πώς/ ν’ αποδράσουμε κρεμασμένοι σ’ ένα ψέμα (Πολύφημος)∙ μια γενιά που έζησε μία απότομη μετάβαση σ’ έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο. Πόσο μάλλον όταν σήμερα ο εχθρός είναι παγκόσμιος, μη προσδιορίσιμος και αόρατος – κι ο εχθρός δεν έχει πρόσωπο /να του κάψουμε το ένα μάτι έστω (Ένας κανένας)...
επιστροφή