Δεν είμαι βέβαιος αν
πρέπει να πω είχε ή έχει δώδεκα εγγόνια. Ο ένας μου εξάδελφος πέθανε από
ανακοπή στα σαράντα τρία. Τόσο είναι κι αυτός εδώ. Όσο είμαι τώρα κι εγώ. Μόνο
εγώ όμως έχω όλο του το όνομα. Και το ίδιο βλέμμα. Όταν τον πρωτοείδα εδώ,
απογοητεύτηκα γιατί δεν είχε πόδια. Έπρεπε να πάρω μιαν απόφαση για το μπόι
του. Φοράει ένα καπέλο θαλασσινό. Δούλευε καρβουνιάρης στα βαπόρια. Τι ακριβώς
δεν ξέρω, αλλά μέσα στη μουτζούρα ήταν. Έτσι αρρώστησε με καρκίνο στον πνεύμονα
στα σαράντα τρία. Τα Σαββατόβραδα κατηφόριζε απ’ τη γειτονιά της Αγίας Τριάδας
στα κουτούκια του λιμανιού κι έπαιζε λατέρνα. Τον κερνούσαν κι ένα ποτήρι
κρασί, τσέπωνε και δυο δραχμές παραπάνω. Από καρβουνιάρης διαλέγω να λέω πως
ήταν λατερνατζής. Κι η λατέρνα δεν έχει πόδια. Είναι κι αστόλιστη. Όποτε πέτυχα
λατερνατζή στο δρόμο, έμεινα να τον χαζεύω για να καταλάβω. Κάθισα και τον
σκανάρισα. Στις πέντε το απόγευμα κάθισα και ξημερώθηκα. Έφαγα ώρες ατελείωτες
να του βρω δυο πόδια δανεικά, να του βάλω δυο πόδια άλλου να του πάνε. Γιατί το
σακάκι του είναι παλιό και φαίνεται. Το παντελόνι θα έπρεπε κι αυτό να είναι
παλιό και να φαίνεται. Του δοκίμασα πολλά παντελόνια. Τ’ άλλαξα ύψος, παράλλαξα
το γκρι, τίποτα σοβαρό δεν πέτυχα. Όποιο κι αν του έβαλα, αστείο αποτέλεσμα.
Ψεύτικα όλα και φαίνονταν. Του φώτισα το πρόσωπο. Είναι σκυθρωπός όμως. Κάτι
σαν, τι μου λέτε τώρα. Για την λατέρνα έκοψα πόδια τραπεζιού. Ξυλόγλυπτα. Αυτά
τα κεντράρισα καλά. Κάρφωνε τα τραγούδια και τη χόρδιζε μονάχος του. Είχε δυο
κυλίνδρους. Σταμπάριζε τον έναν με παραδοσιακά, τον άλλο με τραγούδια της
εποχής. Η Φραγκοσυριανή ήταν η τελευταία. Είχε γράψει κι ένα δικό του. Με
στίχους. Πόρτα πού να βρεις για την αθανασία τώρα που αποξηράνανε και την
Αχερουσία. Απ’ αυτά τίποτα δεν έμεινε. Κανείς δεν ξέρει τι απέγινε αυτή η
λατέρνα. Το καπέλο του πάντως το έχει πάρει μαζί του. Έχω κι εγώ ένα παρόμοιο
θαλασσινό. Δοκίμασα να στέκομαι κι εγώ δίπλα με το καπέλο μου. Βέβαια ήταν
άκρως αναχρονιστικό. Δεν με πείραξε όμως αυτό. Ανατρίχιασα γιατί φαινόμουν λίγο
πεθαμένος. Τελικά τον άφησα μονάχο του δίπλα στη λατέρνα, μπουρινιασμένο κι
αστείο πάνω στα ψεύτικα πόδια του. Τα παπούτσια στραμμένα δεξιά, το σώμα και το
κεφάλι αριστερά. Αυτή η λεπτομέρεια μου ξέφυγε στα πρώτα λεπτά του
ενθουσιασμού. Τον έβλεπα πρώτη φορά ολόκληρο. Κατά τα άλλα καλός ήταν. Κρατούσε
τη μανιβέλα με το αριστερό. Αριστερόχειρας όπως κι εγώ. Αν καθόταν λίγο πιο
αριστερά θα μπορούσα να βεβαιωθώ και για το μήλο του Αδάμ. Αν το έχω όπως κι
αυτός. Τον έβαλα να στέκεται μπροστά από κάτι κρασοβάρελα. Τον είχαν σ’ έναν
τοίχο μπροστά και δεν έλεγε. Στις πέντε το απόγευμα κάθισα και ξημερώθηκα.
Ξεράθηκα με τον υπολογιστή στα πόδια. Το σώζω να κοιμηθώ και βλέπουμε. Παππούς
photoshop. Αποθήκευση. Κλείσιμο. Τερματισμός λειτουργίας.
(δημοσιευμένο στο λογ/κο περιοδικό "Πόρφυρας", τεύχος 144)