εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2014
Η παρωδία στην ποίηση του Σεφέρη. Ο Γιώργος Παναγιωτίδης φωτίζει μια σχετικά αφανή διάσταση του έργου του νομπελίστα ποιητή. (Χατζηβασιλείου Βαγγέλης, εφ. το Βήμα, βιβλία και ιδέες)
Από τη μία πλευρά η παρωδία, υπονομευτική, περιπαιχτική, παιγνιώδης, σατιρική, κριτική, δημιουργική μίμηση και άσκηση γραφής που διευρύνει τον ορίζοντα γνώσης και κατανόησης τόσο του παρωδού όσο και του αναγνώστη-δέκτη της για το κείμενο-στόχο. Από την άλλη πλευρά ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, σοβαρός, σκοτεινός και μελαγχολικός, που διερωτάται για το νόημα της ζωής, σημαδεμένος με έναν ξεριζωμό, ζώντας «αντιποιητικά» ως διπλωμάτης τη δίνη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τις ταραχώδεις και δυσάρεστες εποχές της ελληνικής ιστορίας του 20ού αιώνα, τις δύο δικτατορίες, του Μεταξά και των συνταγματαρχών, τον εμφύλιο πόλεμο και την «προδοσία» της Κύπρου. Ο ίδιος ο Σεφέρης λειτούργησε κόντρα στη σοβαρότητα του ποιητικού του έργου και στη νομπελική, παγκόσμια αποδοχή του. Ασκήθηκε στην παρωδία στο limerick και στο pastiche, αγγίζοντας τα όρια της τεχνικής του, καθώς πίστευε πως ο ποιητής πρέπει ν’ ασκείται στη γραφή ποικιλότροπα, όπως ακριβώς «ο πιανίστας βαρά καθημερινά τα πλήκτρα του πιάνου του». Η πρόκληση της παρώδησης ενός ποιητή όπως ο Σεφέρης εμπεριέχει τόσο την «οδύσσεια» της κατανόησης της ποίησής του, των κωδίκων της και της ιδιοσυστασίας της, όσο και την «οδύσσεια» της κατάκτησης του οπλοστασίου της τέχνης της παρωδίας.
Το κουφάρι της «Κίχλης»
“Το ναυάγιο της «Κίχλης»” είναι το τρίτο μέρος της Κίχλης. Σκηνικό του ποιήματος είναι ο Πόρος, ο τόπος δηλαδή που κυοφορήθηκε η ποιητική σύνθεση. Τα πρόσωπα που ακούγονται ή αναφέρονται στο κείμενο ανήκουν όλα στον κόσμο των νεκρών. Ο Σεφέρης – νέος Οδυσσέας ακούει φωνές νεκρών όπως αν κατέβαινε στον Άδη, ένα είδος Νέκυιας. Η Κίχλη είναι το μαύρο καράβι που θα μας πάει στον Άδη, γράφει ο ίδιος ο ποιητής στο κείμενό του Μια σκηνοθεσία για την Κίχλη, μετά από την παρότρυνση του Γιώργου Κατσίμπαλη ως βοήθεια προς τον αναγνώστη ώστε να προσπελάσει τις δυσκολίες της πρόσληψής του. Η μισοναυαγισμένη Κίχλη λειτουργεί ως ένα ενδιάμεσο μεταξύ του κόσμου των ζωντανών και του κόσμου των νεκρών. Στο ποίημα γίνεται εκτενής αναφορά στο Σωκράτη και στα τελευταία λόγια της πλατωνικής Απολογίας. Το κυρίαρχο νόημα του ποιήματος μοιάζει να είναι η περιπέτεια της ζωής που περνά από το φως στο σκοτάδι και από το σκοτάδι στο φως. Η σεφερική σκοτεινότητα της Κίχλης είχε ως αποτέλεσμα έναν μεγάλο όγκο ερμηνευτικών κειμένων έως σήμερα. Ίσως τελικά η σεφερική ποίηση είναι και η αιτία της κοινής ερώτησης που επικράτησε ανεκδοτολογικά, «τι θέλει να πει ο ποιητής;». Ο Σεφέρης φύλαξε βέβαια έναν αντίλογο σ’ αυτήν την τακτική γράφοντας: Κάθε εξήγηση ποιήματος είναι, μου φαίνεται, εξωφρενική. Το ξέρει αυτό όποιος έχει μια μικρή ιδέα του πώς δουλεύει ο καλλιτέχνης. […] Κατά γενικό κανόνα, στην Ελλάδα ακούμε λιγότερα απ’ ότι θα περίμενε κανείς από έναν ασκημένο ακροατή ποιημάτων. Σ’ αυτό, νομίζω, πρέπει ν’ αποδοθούν, πριν απ’ όλα, τα πολύ χοντρά παραστρατήματα που βλέπουμε κάθε τόσο στις ποιητικές κρίσεις. [Γιώργος Σεφέρης, Γ. Π. Σαββίδης (φιλολογική επιμέλεια), Δοκιμές, τόμ. Β, 1948-1971, Αθήνα (Ίκαρος) 1974, 53-54.]
Η κριτική παρωδία του σεφερικού ποιήματος “Το ναυάγιο της «Κίχλης»” που ακολουθεί έχει σκοπό να θίξει τις δεκάδες ερμηνευτικές προσπάθειες του ποιήματος λαμβάνοντας υπόψη της και την ίδια τη σεφερική άποψη για την κριτική και την ερμηνεία των ποιημάτων. Στόχος της παρωδίας σ’ αυτήν την περίπτωση δεν είναι το ποίημα που παρωδεί αλλά οι προσπάθειες εξήγησής του. Η παρωδία έρχεται να υπερασπίσει με κάποιον τρόπο τον ποιητή ο οποίος θα προτιμούσε απλά έναν ασκημένο αναγνώστη από έναν εμβριθή κριτικό. Ο τίτλος της, “Το ναυάγιο της «Κίχλης»”, παραπέμπει σε παραστρατημένες κριτικές, σε κριτικούς που, ως άλλα όρνια, κάθονται πάνω από το «μισοκατανοημένο» ποίημα και προβληματίζονται σε αντιστοιχία με το Σεφέρη που αντίκρισε το «μισοναυαγισμένο» καράβι. Για να βεβαιωθεί η πρόθεση της παρωδίας, προτάσσεται ως μότο ο πρώτος στίχος του ποιήματος «Θ΄» από την ενότητα «Θερινό Ηλιοστάσι» της συλλογής Τρία κρυφά ποιήματα. Η Νέκυια στην περίπτωση της παρωδίας λειτουργεί σ’ ένα παράλληλο επίπεδο, καθώς ο νεκρός στον οποίο μας οδηγεί το «κουφάρι» του ποιήματος είναι ο ποιητής, ο νεκρός Σεφέρης στη θέση του Ελπήνορα της σεφερικής Κίχλης.
Γιώργος Σεφέρης
Το ναυάγιο της «Κίχλης»
«Το ξύλο αυτό που δρόσιζε το μέτωπό μου
τις ώρες που το μεσημέρι πύρωνε τις φλέβες
σε ξένα χέρια θέλει ανθίσει. Παρ’ το, σου το χαρίζω.
δες, είναι ξύλο λεμονιάς...»
Άκουσα τη φωνή
καθώς εκοίταζα στη θάλασσα να ξεχωρίσω
ένα καράβι που το βούλιαξαν εδώ και χρόνια.
το ᾿λεγαν «Κίχλη» ένα μικρό ναυάγιο- τα κατάρτια,
σπασμένα, κυματίζανε λοξά στο βάθος, σαν πλοκάμια
ή μνήμη ονείρων, δείχνοντας το σκαρί του
στόμα θαμπό κάποιου μεγάλου κήτους νεκρού
σβησμένο στο νερό. Μεγάλη απλώνουνταν γαλήνη.
Κι άλλες φωνές σιγά-σιγά με τη σειρά τους
ακολούθησαν. ψίθυροι φτενοί και διψασμένοι
που βγαίναν από του ήλιου τ’ άλλο μέρος, το σκοτεινό.
θα ’λεγες γύρευαν να πιούν αίμα μία στάλα.
ήτανε γνώριμες μα δεν μπορούσα να τις ξεχωρίσω.
Κι ήρθε η φωνή του γέρου, αυτή την ένιωσα
πέφτοντας στην καρδιά της μέρας
ήσυχη, σαν ακίνητη:
«Κι α με δικάσετε να πιω το φαρμάκι, ευχαριστώ.
το δίκιο σας θα ναι το δίκιο μου που να πηγαίνω
γυρίζοντας σε ξένους τόπους, ένα στρογγυλό λιθάρι.
Το θάνατο τον προτιμώ.
ποιος πάει για το καλύτερο ο θεός το ξέρει».
Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον ήλιο.
Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον
άνθρωπο.
Γιώργος Παναγιωτίδης
Το κουφάρι της «Κίχλης»
«Μιλούσες για πράγματα που δεν τα ’βλεπαν κι αυτοί γελούσαν»
«Το ποίημα αυτό που σκότιζε το μέτωπό μου
τις ώρες που η ανάγνωση πύρωνε τις σκέψεις
σε ξένα χέρια θέλει αναλυθεί. Παρ’ το, σου το χαρίζω-
δες, είναι ποίημα σεφερικό...»
Άκουσα τη φωνή
καθώς εκοίταζα στη βιβλιοθήκη να ξεχωρίσω
ένα βιβλίο που το έβαλαν εδώ και χρόνια.
το ᾿λεγαν «Κίχλη» ένα μικρό λείψανο. οι σελίδες,
πολυκαιρισμένες, σιωπούσαν ανέγγιχτες στη σειρά, σαν παγίδες
ή μνήμη ονείρων, δείχνοντας το σχήμα του
ταφόπλακα χάρτινη κάποιου μεγάλου ποιητή νεκρού
χαμένη στο ράφι. Μεγάλη απλώνουνταν γαλήνη.
Κι άλλες φωνές σιγά-σιγά με τη σειρά τους
ακολούθησαν. ψίθυροι φτενοί και μακρυσμένοι
που βγαίναν από του επίπλου τ’ άλλο μέρος, το σκοτεινό.
θα ’λεγες γύρευαν να πουν το ποίημα, τη «Στροφή».
ήτανε γνώριμες μα δεν μπορούσα να τις ξεχωρίσω.
Κι ήρθε η φωνή του Σεφέρη, αυτή την ένιωσα
πέφτοντας στην καρδιά του δωματίου
ήσυχη, σαν ακίνητη:
«Κι α δε με διαβάσετε να πιω το φαρμάκι, ευχαριστώ.
το άδικό σας θα ’ναι το δίκιο μου πού να γράφω απ’ την αρχή
γυρίζοντας σε αιθέριους τόπους, ένα στρογγυλό σύννεφο.
Τη σιωπή την προτιμώ.
ποιος έγραψε καλύτερα ο θεός το ξέρει».
Χώρες της ποίησης και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε την ποίηση.
Χώρες του Σεφέρη και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε το Σεφέρη.
Το κουφάρι της «Κίχλης»
“Το ναυάγιο της «Κίχλης»” είναι το τρίτο μέρος της Κίχλης. Σκηνικό του ποιήματος είναι ο Πόρος, ο τόπος δηλαδή που κυοφορήθηκε η ποιητική σύνθεση. Τα πρόσωπα που ακούγονται ή αναφέρονται στο κείμενο ανήκουν όλα στον κόσμο των νεκρών. Ο Σεφέρης – νέος Οδυσσέας ακούει φωνές νεκρών όπως αν κατέβαινε στον Άδη, ένα είδος Νέκυιας. Η Κίχλη είναι το μαύρο καράβι που θα μας πάει στον Άδη, γράφει ο ίδιος ο ποιητής στο κείμενό του Μια σκηνοθεσία για την Κίχλη, μετά από την παρότρυνση του Γιώργου Κατσίμπαλη ως βοήθεια προς τον αναγνώστη ώστε να προσπελάσει τις δυσκολίες της πρόσληψής του. Η μισοναυαγισμένη Κίχλη λειτουργεί ως ένα ενδιάμεσο μεταξύ του κόσμου των ζωντανών και του κόσμου των νεκρών. Στο ποίημα γίνεται εκτενής αναφορά στο Σωκράτη και στα τελευταία λόγια της πλατωνικής Απολογίας. Το κυρίαρχο νόημα του ποιήματος μοιάζει να είναι η περιπέτεια της ζωής που περνά από το φως στο σκοτάδι και από το σκοτάδι στο φως. Η σεφερική σκοτεινότητα της Κίχλης είχε ως αποτέλεσμα έναν μεγάλο όγκο ερμηνευτικών κειμένων έως σήμερα. Ίσως τελικά η σεφερική ποίηση είναι και η αιτία της κοινής ερώτησης που επικράτησε ανεκδοτολογικά, «τι θέλει να πει ο ποιητής;». Ο Σεφέρης φύλαξε βέβαια έναν αντίλογο σ’ αυτήν την τακτική γράφοντας: Κάθε εξήγηση ποιήματος είναι, μου φαίνεται, εξωφρενική. Το ξέρει αυτό όποιος έχει μια μικρή ιδέα του πώς δουλεύει ο καλλιτέχνης. […] Κατά γενικό κανόνα, στην Ελλάδα ακούμε λιγότερα απ’ ότι θα περίμενε κανείς από έναν ασκημένο ακροατή ποιημάτων. Σ’ αυτό, νομίζω, πρέπει ν’ αποδοθούν, πριν απ’ όλα, τα πολύ χοντρά παραστρατήματα που βλέπουμε κάθε τόσο στις ποιητικές κρίσεις. [Γιώργος Σεφέρης, Γ. Π. Σαββίδης (φιλολογική επιμέλεια), Δοκιμές, τόμ. Β, 1948-1971, Αθήνα (Ίκαρος) 1974, 53-54.]
Η κριτική παρωδία του σεφερικού ποιήματος “Το ναυάγιο της «Κίχλης»” που ακολουθεί έχει σκοπό να θίξει τις δεκάδες ερμηνευτικές προσπάθειες του ποιήματος λαμβάνοντας υπόψη της και την ίδια τη σεφερική άποψη για την κριτική και την ερμηνεία των ποιημάτων. Στόχος της παρωδίας σ’ αυτήν την περίπτωση δεν είναι το ποίημα που παρωδεί αλλά οι προσπάθειες εξήγησής του. Η παρωδία έρχεται να υπερασπίσει με κάποιον τρόπο τον ποιητή ο οποίος θα προτιμούσε απλά έναν ασκημένο αναγνώστη από έναν εμβριθή κριτικό. Ο τίτλος της, “Το ναυάγιο της «Κίχλης»”, παραπέμπει σε παραστρατημένες κριτικές, σε κριτικούς που, ως άλλα όρνια, κάθονται πάνω από το «μισοκατανοημένο» ποίημα και προβληματίζονται σε αντιστοιχία με το Σεφέρη που αντίκρισε το «μισοναυαγισμένο» καράβι. Για να βεβαιωθεί η πρόθεση της παρωδίας, προτάσσεται ως μότο ο πρώτος στίχος του ποιήματος «Θ΄» από την ενότητα «Θερινό Ηλιοστάσι» της συλλογής Τρία κρυφά ποιήματα. Η Νέκυια στην περίπτωση της παρωδίας λειτουργεί σ’ ένα παράλληλο επίπεδο, καθώς ο νεκρός στον οποίο μας οδηγεί το «κουφάρι» του ποιήματος είναι ο ποιητής, ο νεκρός Σεφέρης στη θέση του Ελπήνορα της σεφερικής Κίχλης.
Γιώργος Σεφέρης
Το ναυάγιο της «Κίχλης»
«Το ξύλο αυτό που δρόσιζε το μέτωπό μου
τις ώρες που το μεσημέρι πύρωνε τις φλέβες
σε ξένα χέρια θέλει ανθίσει. Παρ’ το, σου το χαρίζω.
δες, είναι ξύλο λεμονιάς...»
Άκουσα τη φωνή
καθώς εκοίταζα στη θάλασσα να ξεχωρίσω
ένα καράβι που το βούλιαξαν εδώ και χρόνια.
το ᾿λεγαν «Κίχλη» ένα μικρό ναυάγιο- τα κατάρτια,
σπασμένα, κυματίζανε λοξά στο βάθος, σαν πλοκάμια
ή μνήμη ονείρων, δείχνοντας το σκαρί του
στόμα θαμπό κάποιου μεγάλου κήτους νεκρού
σβησμένο στο νερό. Μεγάλη απλώνουνταν γαλήνη.
Κι άλλες φωνές σιγά-σιγά με τη σειρά τους
ακολούθησαν. ψίθυροι φτενοί και διψασμένοι
που βγαίναν από του ήλιου τ’ άλλο μέρος, το σκοτεινό.
θα ’λεγες γύρευαν να πιούν αίμα μία στάλα.
ήτανε γνώριμες μα δεν μπορούσα να τις ξεχωρίσω.
Κι ήρθε η φωνή του γέρου, αυτή την ένιωσα
πέφτοντας στην καρδιά της μέρας
ήσυχη, σαν ακίνητη:
«Κι α με δικάσετε να πιω το φαρμάκι, ευχαριστώ.
το δίκιο σας θα ναι το δίκιο μου που να πηγαίνω
γυρίζοντας σε ξένους τόπους, ένα στρογγυλό λιθάρι.
Το θάνατο τον προτιμώ.
ποιος πάει για το καλύτερο ο θεός το ξέρει».
Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον ήλιο.
Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον
άνθρωπο.
Γιώργος Παναγιωτίδης
Το κουφάρι της «Κίχλης»
«Μιλούσες για πράγματα που δεν τα ’βλεπαν κι αυτοί γελούσαν»
«Το ποίημα αυτό που σκότιζε το μέτωπό μου
τις ώρες που η ανάγνωση πύρωνε τις σκέψεις
σε ξένα χέρια θέλει αναλυθεί. Παρ’ το, σου το χαρίζω-
δες, είναι ποίημα σεφερικό...»
Άκουσα τη φωνή
καθώς εκοίταζα στη βιβλιοθήκη να ξεχωρίσω
ένα βιβλίο που το έβαλαν εδώ και χρόνια.
το ᾿λεγαν «Κίχλη» ένα μικρό λείψανο. οι σελίδες,
πολυκαιρισμένες, σιωπούσαν ανέγγιχτες στη σειρά, σαν παγίδες
ή μνήμη ονείρων, δείχνοντας το σχήμα του
ταφόπλακα χάρτινη κάποιου μεγάλου ποιητή νεκρού
χαμένη στο ράφι. Μεγάλη απλώνουνταν γαλήνη.
Κι άλλες φωνές σιγά-σιγά με τη σειρά τους
ακολούθησαν. ψίθυροι φτενοί και μακρυσμένοι
που βγαίναν από του επίπλου τ’ άλλο μέρος, το σκοτεινό.
θα ’λεγες γύρευαν να πουν το ποίημα, τη «Στροφή».
ήτανε γνώριμες μα δεν μπορούσα να τις ξεχωρίσω.
Κι ήρθε η φωνή του Σεφέρη, αυτή την ένιωσα
πέφτοντας στην καρδιά του δωματίου
ήσυχη, σαν ακίνητη:
«Κι α δε με διαβάσετε να πιω το φαρμάκι, ευχαριστώ.
το άδικό σας θα ’ναι το δίκιο μου πού να γράφω απ’ την αρχή
γυρίζοντας σε αιθέριους τόπους, ένα στρογγυλό σύννεφο.
Τη σιωπή την προτιμώ.
ποιος έγραψε καλύτερα ο θεός το ξέρει».
Χώρες της ποίησης και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε την ποίηση.
Χώρες του Σεφέρη και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε το Σεφέρη.