Το εισιτήριο ήταν για ένα θέαμα, βαριετέ, από ’κείνα που περιόδευαν την επαρχία, προς τέρψη των «πεινασμένων» για κάποιο, ας το πούμε πολιτιστικό, διάλειμμα στην απαράλλαχτη καθημερινότητά τους. Αν μάλιστα σκεφτεί κανείς πως δεν είχαμε καν τηλεόραση την εποχή εκείνη και το σχολείο ήταν τόσο αβάσταχτα σοβαρό για ένα παιδί.
Θυμάμαι τα βλέμματα των ηρώων της επανάστασης του 1821 να μ’ ακολουθούν από το διάδρομο ως την αίθουσα εξεταστικά. Η αυστηρότητα της Μπουμπουλίνας, τα σμιχτά φρύδια του Κολοκοτρώνη κι ο θυμός του Παλαιών Πατρών Γερμανού, οφείλονταν σίγουρα στην απεχθή πράξη που πήγαινα να κάνω. Την επαύριο είχαμε τα γιορτάσουμε την επέτειο της εθνικής παλιγγενεσίας κι ο δάσκαλος, ως θερμός πατριώτης, μας είχε μαζέψει στη μεγάλη αίθουσα των εκδηλώσεων για να κάνουμε μια τελευταία πρόβα. Παρίστανα τη «Ρούμελη» αυτοπροσώπως, στο θεατρικό «Η Ελευθερία εμπρός εις τη δόξα της πατρίδος!» που θ’ ανέβαζε η Τετάρτη τάξη, με σκοπό ν’ αναδείξει τις αρετές του εξαίρετου, θεοσκέπαστου γένους μας. Σχολικό έτος 1975.
Στην τάξη, στον πειρασμό και στο ατόπημα της κλοπής βρέθηκα όχι από δική μου πρωτοβουλία αλλά για να παραλάβω το αντίγραφο του θεατρικού έργου, επειδή είχα ξεχάσει στην πρόβα μια σπουδαία ατάκα, η οποία συνέβαλε στην κορύφωση της παράστασης. Μ’ έστειλε με βλέμμα επιτιμητικό δείχνοντας προς την τάξη σαν άλλος έφιππος Κολοκοτρώνης, ο ίδιος ο δάσκαλος! Έτσι βρέθηκα εμπρός στο εισιτήριο όπου ήταν εγκαταλελειμμένο πάνω στο θρανίο του συμμαθητή μου Γ. Λ. Δύο θέσεις εμπρός από τη δική μου. Αφελώς σκέφτηκα τότε, τι να το κάνει το εισιτήριο αυτός, τι ανάγκη έχει, ο πατέρας του είναι γιατρός, μπορεί ν’ αγοράσει ένα ακόμα. Έτσι το άρπαξα και στη στιγμή το έχωσα βαθιά στην τσέπη της μπλε ποδιάς μου.