Art Bar Ποιήματα και εγκλήματα, 27 Ιουνίου 2012
Η ποιητική συλλογή του Γιώργου Παναγιωτίδη Ομορφιές αφόρητες περιλαμβάνει 41 ποιήματα. Εκτός του πρώτου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Χρέος» και απομονωμένο προεξαγγέλλει τη συλλογή, τα υπόλοιπα ποιήματα τοποθετούνται μέσα σε τέσσερις ενότητες: τις «Συμφωνίες», το «Ωρολόγιο», τη «Γραμματική», και τις «Αναρτήσεις». Η συλλογή, όμως, πέρα από τις διακριτές της ενότητες, χωρίζεται ουσιαστικά σε δύο μέρη βάσει του ύφους της. Στο πρώτο μέρος το ύφος είναι μουσικό, συμβολιστικό με μια γλώσσα πληθωρική, ενώ στο δεύτερο συγκεκριμένο, απλούστερο, λυρικό με τον τρόπο της αρχαϊκής ελληνικής ποίησης. Η στροφή συμβαίνει κάπου στη μέση του βιβλίου με το ποίημα «Η γριά Μώρα» της ενότητας «Ωρολόγιο».
Θα μιλήσουμε για τη συλλογή Ομορφιές αφόρητες με τη βοήθεια «σημάνσεων», δηλαδή ποιημάτων της, τα οποία αναλαμβάνουν έναν επιπλέον μεταρητορικό ρόλο: Να μας κατευθύνουν προς τη γενικότερη ποιητική του Παναγιωτίδη σε αυτό το βιβλίο.
Γιώργος Παναγιωτίδης - Παναγιώτης Βούζης |
Εδώ μια εικόνα ζητά να αποκρυσταλλωθεί. Την καθαρή αποτύπωσή της αναστέλλει η αφηρημένη γλώσσα. Οι ομορφιές είναι αφόρητες, επειδή είναι ασχημάτιστες• το ποίημα διέπεται από τον τρόμο της ασυνέχειας. Σημαντικότατοι παράγοντες εδώ ο ρυθμός και η μουσικότητα της γλώσσας, στους οποίους άλλωστε παραπέμπει ο τίτλος της ενότητας• διορθώνουν, ως ένα βαθμό, τη συνοχή στο ποίημα. Λαμβάνοντας υπόψη αυτούς και τη βασική εικόνα του ποιήματος που παραμένει ανολοκλήρωτη, ώστε τα μέρη της να λειτουργούν ως σύμβολά της, μια που υπαινίσσονται το απραγματοποίητό της ολοκλήρωμα, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε το συγκεκριμένο ποίημα νεοσυμβολιστικό. Η φράση ομορφιές αφόρητες, η οποία δίνει τον τίτλο στη συλλογή και παραπέμπει στην παρολίγον ομορφιά θυμίζει τον Όμηρο. Εκεί ο όρος «παρολίγον» σημαίνει απειλητικά για την πλοκή γεγονότα που αποσοβούνται την τελευταία στιγμή, χάρη συνήθως σε θεϊκή επέμβαση. Στον Παναγιωτίδη διακρίνεται η ρητορική της παρολίγον ωραιότητας, της ακέραιας ομορφιάς, η οποία ολοένα αναβάλλεται.
«Ράφια σκεβρά και σκονισμένα» στην ενότητα «Συμφωνίες»: … εκείνα που δε χωρούσαν πουθενά / και τώρα βαλμένα στη σειρά / γηροκομούνται ήσυχα το ένα με τ’ άλλο ακουμπισμένα / και στων σελίδων μέσα τις συστοιχίες λέξεων / που στέκονται και χαλνούν αδιάβαστες / τα ύστερά τους χρόνια, μέσα στα τόσα μέσα / και πιο πολύ στης λησμονιάς τους την εξορία μέσα, / … .
Από τις πρώτες συλλογές του Παναγιωτίδη λειτουργεί ένα μοντέλο μεταμοντέρνο – κοσμολογικό• μεταμοντέρνο, εφόσον δεχτούμε τον συσχετισμό αυτού του όρου με την οντολογία, τη σύνδεση δηλαδή του μεταμοντέρνου με τη δημιουργία λογοτεχνικών κόσμων. Στην ποιητική κοσμολογία του Παναγιωτίδη ξετυλίγονται η γένεση, η έκπτυξη ενός παράξενου και λεκτικού σύμπαντος (θυμόμαστε τον κόσμο του Πολυώνυμου από τη συλλογή Τα δύο όλα) και ύστερα ακολουθούν η σύμπτυξη και ο θάνατός του. Στο συγκεκριμένο ποίημα λοιπόν παρατηρούμε τη φάση της συρρίκνωσης και του θανάτου των λογοτεχνικών κόσμων μιας παρατημένης βιβλιοθήκης. Εάν στον Καβάφη, στον Μπόρχες και σε άλλους συγγραφείς η κειμενική πραγματικότητα ξεκινά από τον χώρο της βιβλιοθήκης, εδώ αντίθετα στον ίδιο χώρο συμβαίνει μια αναδίπλωση αυτής της πραγματικότητας και της επιβάλλεται η στασιμότητα.
«Γέρο-γάτος» στην ενότητα «Συμφωνίες»: … Βουλιάζει γάτος βαρύς ύπνος ελαφρύς / μπερδεύεται γιατί είν’ απ’ το ίδιο με του χαλιού / το μαλακό μαλλί, το ίδιο μαδάει εδώ κι εκεί / πώς γουργουρίζει το χαλί και πώς στρώνεται / σ’ όλο το σπίτι του γάτου το γέρικο κορμί, / τι γρήγορα που γέρασε αυτή η γιορτή. / … .
Η γλώσσα στο ποίημα είναι αναγνωρίσιμη, έχει μια οικεία υφή, στοχεύει όμως περισσότερο στη μουσικότητα. Η συντομία του βίου ενός οικόσιτου γάτου σχολιάζεται εδώ με τη συνεργασία όλων των επιπέδων του ποιήματος· πρόκειται για το ίδιο μοτίβο της γένεσης, της σύμπτυξης και του θανάτου που εδώ εννοούν κυρίως οι αισθήσεις. Στο ποίημα αυτό χαρακτηριστικό της γλώσσας είναι ένα λεκτικό πλεόνασμα, μια μεγάλη συσσώρευση λέξεων, οι οποίες συγκρατούνται μαζί όχι τόσο με τη σύνταξη, που συχνά ελέγχεται χαλαρή, όσο με τις παρηχήσεις, τα παρώνυμα και τις ομοιοκαταληξίες, με τις επαναλήψεις, τις συμμετρίες ή τις αντιθέσεις, με μια γενικότερα φωνητική, δομική ή νοηματική αρμονία.
«Απ’ τα χώματα χώμα» στην ενότητα «Συμφωνίες» και «Απ’ την ώρα» στην ενότητα «Ωρολόγιο»:
Με νερό κι απ’ τα χώματα χώμα Μ’ ένα λεπτό που παίρνω απ’ την ώρα
κι απ’ το χώμα κλιμακώνω σώμα κλιμακώνω το σώμα της το κρυφό
… …
με τη σκέψη μου να ’χει ίδιο ρυθμό με τον καιρό θα ’χουμε ίδιο ρυθμό
με το σύμπαν να ’χει ίδιο εμβαδό με το σύμπαν θα ’χουμε ίδιο εμβαδό
πνέω εντός του κι εντός μου είν’ η πνοή. ένα μόνο λεπτό μιας ώρας τροφός.
Τα δύο ποιήματα συνεξετάζονται, επειδή βρίσκονται σε φρασεολογική και μορφική παραλληλία (είναι και τα δύο σονέτα). Στο πρώτο περιγράφεται μια αυτογένεση: αυτός που μιλά στο ποίημα δημιουργείται μόνος του και επεκτείνεται σε συμπαντικά όρια. Προκύπτει ένα σύμπαν απολύτως βιολογικό και θνησιγενές, αφού εξισώνεται με ένα χωμάτινο σώμα. Στο δεύτερο το σώμα ταυτίζεται με τον χρόνο και πάλι με το σύμπαν. Εδώ η ποίηση παρουσιάζεται ως «χρονογραφία» (χρησιμοποιείται το ρήμα χρονογραφώ), γιατί γράφει για τον χρόνο που αφανίζει το σώμα. Δεσπόζει λοιπόν και στα δύο ποιήματα ένας σολιψισμός τρομακτικός, ο οποίος απογυμνώνει από κάθε τι τον άνθρωπο εκτός από το κορμί του που το ερωτεύεται, επειδή απομένει το μοναδικό του απόκτημα και επειδή αυτό μαραζώνει καθώς λειτουργεί μέσα του ο χρόνος.
Οι «σημάνσεις» στις οποίες προσέξαμε, δηλαδή τα ποιήματα που μας κατευθύνουν προς τη γενικότερη ποιητική στο πρώτο μέρος – σύμφωνα με τον χωρισμό μας – της συλλογής, οδηγούν στα παρακάτω συμπεράσματα και προεκτάσεις. Το λεκτικό πλεόνασμα με τη συμβολιστική προέλευση αντιστοιχεί στον βιολογικό μαρασμό και τον θάνατο. Οι λέξεις συσσωρεύονται με πληθωριστική πορεία, όπως τα κύτταρα του είδους του καρκίνου που αποτελεί το γήρας. Στο πρώτο μέρος άρα η συλλογή του Γιώργου Παναγιωτίδη προβάλλει στο επίπεδο της γλώσσας την προϊούσα φθορά. Το οικείο και αναγνωρίσιμο ύφος της γλώσσας παραπέμπει στο παρελθόν, σε εκείνο το οποίο δεν μας ξαφνιάζει, επειδή το έχουμε ήδη συναντήσει. Είναι ένα ύφος αναμνηστικό, που ταιριάζει σε μια ποίηση η οποία στοχάζεται πάνω στην αφανιστική λειτουργία του χρόνου. Το λεκτικό πλεόνασμα υποβάλλει, επιπλέον, την ιδέα της παρωδίας, η οποία συνιστά το θέμα του επιστημονικού σταδίου του Παναγιωτίδη (το αντικείμενο της διπλωματικής εργασίας του είναι η παρώδηση της σεφερικής ποίησης). «Παρωδώ» σημαίνει «παραποιώ εσκεμμένα». Ώστε θα λέγαμε ότι το ύφος στο πρώτο μέρος της συλλογής ενέχει την εμπρόθετη παραποίηση της ποιητικής γλώσσας, την παραλλαγή, την επίμονη επανάληψη που ως σημαντικότερη συνέπεια έχουν την ασφυκτική συγκέντρωση των λεκτικών συνόλων στα ποιήματα.
Εξέχων είναι άλλωστε ο ρόλος της κατασκευής. Τα ποιήματα του πρώτου μέρους αναπτύσσονται με ανησυχητικές δομές σύνταξης, ρυθμού, ομοιοκαταληξίας, παραλληλιών, αντιθέσεων, τροποποιήσεων, συνειρμών, φωνητικής. Οι δομές είναι ανησυχητικές, γιατί με ένα μοντερνιστικό τρόπο επισημαίνουν διαρκώς ότι αποτελούν κατασκευάσματα τόσο τεχνήεντα, ώστε το παραμικρό μπορεί να προκαλέσει την κατάρρευσή τους, σαν πύργου από τραπουλόχαρτα. Έτσι τα μοντερνιστικά αυτά κατασκευάσματα ειρωνεύονται την κατασκευή τους, γεγονός το οποίο παραπέμπει ξανά στην παρώδηση, αυτή τη φορά της μορφής, εξαιτίας της υπερβολικής μορφικής επεξεργασίας. Τα ποιήματα του Παναγιωτίδη παραποιούνται, με την έννοια ότι δουλεύονται εσκεμμένως υπερβολικά, γίνονται παρα-ποιήματα. Έτσι συναντάμε σε αυτά τον πλεονασμό και στη δόμηση, όπως ήδη τον εντοπίσαμε στη γλώσσα. Σημειώνεται λοιπόν πληθωρισμός σε πολλά επίπεδα που δημιουργεί την αίσθηση της ασφυκτικής συσσώρευσης ή αλλιώς της συρρίκνωσης, καθώς τα ποιήματα του πρώτου μέρους του βιβλίου μοιάζουν να συμμορφώνονται στο κοσμολογικό μοντέλο για το οποίο κάναμε λόγο πιο πάνω, ώστε παρουσιάζουν την τάση να συμπτυχθούν σε ένα σημειακό μηδέν, που αντιστοιχεί στον μαρασμό και στον θάνατο.
Υπάρχουν ποιήματα – διαφυγές από τη βιολογική – λεκτική παρακμή, ποιήματα – φάρμακα, για να θυμηθούμε την καβαφική «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου ποιητού εν Κομμαγηνή• 595 μ.Χ.». Η διαφυγή σε αυτά επιτυγχάνεται χάρη στις μεταμορφώσεις του σώματος, για παράδειγμα, σε σπίτι στο «Σπίτι μου και ποίημα», σε θάλασσα στη «Θάλασσα βαθιά».
Το πρώτο μισό, συνεπώς, του βιβλίου απαρτίζεται από γλωσσικά ομόλογα του θανάτου, αλλά και διαφυγές από αυτόν. Στο πρώτο ποίημα της συλλογής, το «Χρέος», ο Παναγιωτίδης καθορίζει προγραμματικά και τον ερωτικό χαρακτήρα της ποίησής του (της γλώσσας τα θαύματα και του έρωτα την ταπείνωση, / σ’ αυτά είναι όλο το χρέος μου.), αφού αναλαμβάνει να αποθεώσει με τη γλώσσα το υποκείμενο στον χρόνο σώμα. Η αποθέωση, η μεταμόρφωση του σώματος σε γλώσσα, συνιστά ταυτοχρόνως και την αποτελεσματικότερη διαφυγή από τη φθορά.
Προσέχουμε τώρα στις «σημάνσεις» οι οποίες αναδεικνύουν την ποιητική στο δεύτερο μέρος της συλλογής.
«Η γριά Μώρα» στην ενότητα «Ωρολόγιο»: … Σήκω. Δίχως πόδια. Δίχως χέρια. Σύρσου στο παράθυρο μυριόποδο. / Δεν υπάρχει παράθυρο. Δεν ξέρεις πού είναι. / Το παράθυρο μεγάλωσε κι έφυγε. Πέταξε μέσα στη νύχτα. / Νυχτοπεταλούδα. / Η γριά Μώρα κάρφωσε την πόρτα. / Κάρφωσε το παράθυρο. / Κάρφωσε το σκοτάδι. / Σε κάρφωσε πάνω στο κρεβάτι σου. / Σε κάρφωσε πάνω στο σώμα σου. / Μυριόποδο αρπαχτικό πάνω σου. Ώριμη κάμπια πάνω σου. / Το κρεβάτι σου πάνω σου. Σκοτάδι στο στόμα σου. / Η γριά Μώρα κάρφωσε το δωμάτιό σου πάνω στη νύχτα. / Σκώρος γκρι. Γριά Μώρα στην κλειδαρότρυπα. / Σε βλέπει δίχως πρόσωπο. / Έρχεται. Βάλε φωνή. Σήκω. Σύρσου. Ξύπνα. /… .
Ένας επιτυχημένα σχηματισμένος εφιάλτης, ο οποίος μετέρχεται έντεχνα τη δείξη, δηλαδή την οπτικοποίηση του περιεχομένου. Ενεργοποιούνται ονειρικοί μηχανισμοί, η σύγχυση των πραγμάτων και των οντοτήτων, η αλληλομεταμόρφωσή τους, με τη συνδρομή της συνεχούς αλλαγής της προοπτικής. Η λειτουργία αυτών των μηχανισμών σε όλο το ποίημα επιβεβαιώνει το κακό όνειρο, η δείξη πιστοποιεί, συγχρόνως, τη σχεδόν υλική παρουσία του περιεχομένου του ονείρου. Ο εφιάλτης γίνεται πραγματικός. Ο ρυθμός είναι επιθετικός: μικρές, παραταγμένες προτάσεις αποδίδουν την ορμητική διείσδυση της Γριάς Μώρας στον ύπνο. Από την επανάληψη και την παραλλαγή των φράσεων προκύπτουν τα περισσότερα λεκτικά σύνολα. Η γλώσσα εδώ είναι πιο συγκεκριμένη. Παρατηρείται στο εξής στη συλλογή μια στροφή: Η συμβολιστική αχλύ, που σκέπαζε με αφαίρεση τα ποιήματα, διαλύεται, η γλώσσα και τα νοήματα ξεκαθαρίζουν.
«Ουσιαστικά» στην ενότητα «Γραμματική»: Η λέξη σπίτι. / Η λέξη τοίχος δώδεκα φορές κι ακόμα εσώρουχο, / πετσέτα, χάδι, ποτήρι, λουλούδι, φιλί, / δάκρυ, κερί, τσιγάρο, σκέψη, βιβλίο, όλα αυτά από δώδεκα. / … . Η λέξη σεντόνι, κόκκινο όπως η λέξη αναπτήρας, / τσαλακωμένο στη λέξη καναπές όπως η λέξη ρούχο. / … Η λέξη πόρτα, κλειδωμένη. Η λέξη κλειδί, στην πόρτα. / Η λέξη άντρας, γυμνός στη λέξη καναπές. Όλα αυτά στη λέξη σπίτι. / Στο ανοιχτό βιβλίο καμία λέξη, κανένα ουσιαστικό, / αφηρημένο ή συγκεκριμένο, / μόνο πράγματα ολοζώντανα.
Ο κόσμος γίνεται λέξεις και οι λέξεις των βιβλίων κόσμος. Συναντάμε, λοιπόν, ξανά το φαινόμενο της μεταμόρφωσης το οποίο ενδημεί στη συλλογή. Το ποίημα εκπέμπει μια ελευθερία του νοήματος που οφείλεται στη χρήση του ασύνδετου σχήματος, στην παράθεση συγκεκριμένων και αφηρημένων πραγμάτων, συγκεκριμένων και αφηρημένων ουσιαστικών, στην ερωτική υπαινικτικότητα που τα συσχετίζει, στο αγαπημένο σύμβολο του ποιητή, το σπίτι (ομόλογο του σώματος), στη μαθηματική κατασκευή του, η οποία στηρίζεται στην αριθμητική πρόοδο της εμφάνισης των πραγμάτων-λέξεων που το απαρτίζουν, στην επαναφορά της φράσης Η λέξη, και στην ανατροπή που συμβαίνει στους τρεις τελευταίους στίχους. Το ποίημα έχει τη μορφή καταλόγου, όμως τα λήμματα δεν τοποθετούνται με προκαθορισμένο, βιβλιακό κριτήριο, αλλά με την ιεράρχηση και τη συνάφεια που επιβάλλουν η στιγμή και η πραγματικότητα. Ο μεγάλος αριθμός εξάλλου των πραγμάτων – λημμάτων δίνει την εντύπωση μιας έκρηξης της πραγματικότητας, μιας απίστευτης ανοιχτότητας. Έτσι το συγκεκριμένο ποίημα έρχεται σε αντιθετικό διάλογο με το ποίημα «Ράφια σκεβρά και σκονισμένα», το οποίο εξετάσαμε πιο πάνω. Εκεί η κειμενική πραγματικότητα υποχωρεί και συμπτύσσεται• εδώ ο κόσμος εξαπλώνεται μέσα από ένα βιβλίο.
«Σημεία στίξης» στην ενότητα «Γραμματική»: Αποσιωπητικά, το ίχνος κάποιου από ένα παράλληλο σύμπαν. / … Κόμμα, μικρό ενοχλητικό κενό δύο ενωμένων κλινών. / … Ερωτηματικό, ένα που αναζητά έτερο ένα για σχέση ή ερωτική πράξη. / … Τελεία και παύλα, ανακουφιστικό σύμβολο τέλους, σαν χαρούμενη αυτοχειρία.
Η ελευθερία που πλέον μεταδίδεται από τη συλλογή γνωρίζει σε αυτό το ποίημα επίδοση, χάρη στην εξαιρετική συνειρμικότητα. Λόγω της τελευταίας τα σημεία στίξης μετατρέπονται σε οντολογικά σημεία, τα οποία συνδέονται στενά με γεγονότα του κόσμου μας. Έχουμε να κάνουμε με μια μεταμοντέρνα οντολογία, γιατί ένα γραμματικό στοιχείο, η στίξη, αναβαθμίζεται σε διάσταση μιας παράλληλης πραγματικότητας γεννημένης συγχρόνως με το συγκεκριμένο ποίημα και γι’ αυτό απολύτως λογοτεχνικής. Εδώ συναντάμε πάλι την παρωδία, αφού το ποίημα είναι ένα παίγνιο• μετέρχεται τη Γραμματική κρατώντας ταυτόχρονα μια ειρωνική απόσταση από αυτή. Όντας παίγνιο, το ύφος του είναι αρκετά απλό• η αραδιαστή κατασκευή του εύκολα διακρινόμενη. Ο μετρημένος λυρισμός του, επιπλέον, συντάσσεται με την παιγνιώδη του χάρη. Η ενότητα «Γραμματική» ανήκει στο σύνολό της στην ποίηση της παρωδίας. Το προτελευταίο ποίημά της αποτελεί ένα κυριολεκτικό παιχνίδι κρυφτού του ποιητή «Με τις λέξεις».
«Αναρτήσεις» στην ομώνυμη ενότητα: … παρατεταμένο απόγευμα Κυριακής / … Ανθίζουν τα σώματα / τα γυρεύει το φως και τα στρέφει πάνω του / πολύχρωμα συναισθήματα φλυαρούν γύρω τους / καιρός για επικονίαση κι έχετε το νου σας / η ανθοφορία είναι εφήμερη. / Το φως χαϊδεύεται και δύει στο μπαλκόνι μου / κι εγώ πετάω έξω απ’ το παράθυρο μικρότερος. / Ήρθε η Άνοιξη καθυστερημένη / και μυρίζει η φύση σοκολάτα ζεστή. / Η Άνοιξη η αμετροεπής με τις πολύχρωμες φερομόνες. / Πόση ανθισμένη υποψία.
Ποίημα εκτενές το οποίο γράφεται το απόγευμα μιας παράξενης Κυριακής, παράξενης επειδή φαίνεται να αποσπάται από το ημερολόγιο, αλλά να διατηρεί το βασικό γνώρισμα της τελευταίας ημέρας της εβδομάδας: Ότι προσφέρεται τότε η ευκαιρία να απομακρυνθείς από τα πράγματα ώστε, εάν είσαι ερωτευμένος, να προβείς σε ένα χαρούμενο απολογισμό, για τον οποίο την αφορμή δίνει η αγαπητική από τα πράγματα απόσταση. Συμβαίνει, δηλαδή, το εξής οξύμωρο: Αποστασιοποιημένος από τον κόσμο τον θαυμάζεις περισσότερο, με συνέπεια να τον περιλαμβάνεις μέσα σου. Έτσι, η πραγματικότητα συμπλέκεται με την πραγματικότητά σου, ο χώρος που χωρά τον κόσμο συνδέεται με τον προσωπικό χρόνο και τις εμπειρίες σου.
Θα χαρακτηρίζαμε άρα τις «Αναρτήσεις» εκκοσμικευμένο ποίημα, γιατί ο ποιητής αφήνεται στην ετερότητα της πραγματικότητας. Επειδή, μάλιστα, παραδίδεται σε αυτήν ερωτευμένος, ερωτεύεται και την ίδια, την απίστευτη ποικιλία της, με αποτέλεσμα το συγκεκριμένο ποίημα να αναδεικνύεται σε απολύτως εξωστρεφές και λυρικό εγκώμιο για τον κόσμο. Ο λυρισμός εδώ προσωποποιείται με ένα παιδί – συναίσθημα, που ανατρέφει ο ποιητής, αλλά και με το πρόσωπο, με το οποίο είναι ερωτευμένος και το οποίο κυρίως του γέννησε αυτό το συναίσθημα• μια προσωποποίηση που παραμένει διπλή σε όλο το ποίημα. Στις «Αναρτήσεις» o λυρισμός παίρνει την αρχαϊκή ελληνική του σημασία, αφού, μολονότι ανοίγεται στην ετερόκλητη πραγματικότητα, διαφυλάσσει τον ατομικό μικρόκοσμο και δεν αγνοεί την ανθρώπινη προσωρινότητα• γι’ αυτό αναδεικνύει τον άνθρωπο όταν αυτός βρίσκεται σε ευφορία, στην περαστική αλλά υπέροχή του Άνοιξη. Στο συγκεκριμένο ποίημα σχεδόν λείπει η πλάγια τεχνική της παρώδησης. Όλα προβάλλονται πιο άμεσα, καθαρά, απλοποιημένα, χάρη στη διαύγεια που προσδίδουν η σαφής περιγραφή και ο νηφάλιος απολογισμός.
Οι «Αναρτήσεις» αποτελούν τη σφραγίδα του ποιητή, την εγγραφή δηλαδή της ταυτότητάς του. Συνιστούν, επίσης, την ακριβέστερη «σήμανση» για τη διάθεση που κυριαρχεί στο δεύτερο μέρος της συλλογής, το οποίο σε αντίθεση με το πρώτο, ξεπερνά τη μέριμνα για τη φθορά και το θάνατο. Το πρώτο μισό του βιβλίου γράφεται με μια, όπως είπαμε, γλώσσα καρκινική, της οποίας ο ασφυκτικός πληθωρισμός οργανώνεται κυρίως από τη συμβολιστική μουσικότητα, ενώ στο άλλο μισό πραγματοποιείται μια λεκτική αποσυμπίεση, ένα φρασεολογικό άνοιγμα, που επιτυγχάνει την ενάργεια και που περιγράφει με λυρική άνεση τα στοιχεία της απέραντης πραγματικότητας. Φυσά αέρας ελευθερίας, δεσπόζει η γαλήνη η οποία διαδέχεται την αποδοχή τόσο της προσωπικής θνητότητας, όσο και αυτής του κόσμου• γαλήνη η οποία επέρχεται χάρη στην απλότητα του έρωτα. Το δεύτερο μέρος της συλλογής του Παναγιωτίδη επαναπροσδιορίζει και το προγραμματικό, πρώτο της ποίημα, το «Χρέος». Αυτό δεν αναφέρεται πλέον μόνο στην αποθέωση του γηράσκοντος σώματος, καθώς έχουμε ήδη γράψει, αλλά και στην αναγέννησή του μέσα από την ερωτική του καταξίωση. Ο σολιψισμός του πρώτου μέρους εδώ εξαλείφεται, ώστε το σώμα παίρνει τις πραγματικές του διαστάσεις απέναντι στα άλλα πράγματα και ο ποιητής γίνεται ικανός να τα θαυμάζει μιλώντας γι’ αυτά (Χρέος άλλο δεν έχω, μόνο να πω, / τις γυμνές πέτρες στων βουνών τ’ αναστήματα / που ατενίζουν τον άνθρωπο, / τις γυμνοπόδαρες πόλεις στων θαλασσών τα πατήματα / που χαιρετίζουν τα πέρατα, / …).
Δύο από τα ποιήματα που ακολουθούν τις «Αναρτήσεις», το «Νύχτα μέρα» και το «Νυχτερινό», το πρώτο με την κυκλική επαναληπτικότητά του συνιστά, ουσιαστικά, ένα νανούρισμα και το δεύτερο την παρατήρηση της δημιουργίας ενός νέου ποιήματος. Και τα δύο, άρα, περιλαμβάνουν μια γέννηση και παραπέμπουν στην αναγέννηση που συντελείται στις «Αναρτήσεις».
Η ποιητική συλλογή κλείνει «Με τη μανιέρα του παππού Σεφέρη», που, δημιουργώντας ένα υπερκείμενο με τη σεφερική ποίηση, απηχεί το εναρκτήριο «Χρέος», ένα, επίσης, υπερκείμενο με την ποίηση του Ελύτη. Το προγραμματικό και το επιλογικό ποίημα αναδεικνύονται, επομένως, ως εξόχως μεταρητορικά.
Στο βιβλίο Ομορφιές αφόρητες του Γιώργου Παναγιωτίδη η ποιητική διανύει μια σημαντική πορεία μεταβάλλοντας τεχνικές και τρόπους, ώσπου αποκτά μια κρυστάλλινα εντυπωτική δύναμη. Ο ποιητής φροντίζει, μάλιστα, ώστε η συγκεκριμένη πορεία να καθίσταται προφανής αφήνοντας σε μεγάλο βαθμό γυμνές τις κατασκευές του και πριμοδοτώντας έτσι την αυτοαναφορικότητα των ποιημάτων του. Επιβεβαιώνει, κατά συνέπεια, τη βαθιά συνείδηση του χρέους απέναντι στην τέχνη του.
Παναγιώτης Βούζης
Διδάκτωρ φιλολογίας – Ποιητής